κωλυσίδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωλυσίδειπνος]], -ον (Α)<br />(για [[είδος]] σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε [[κάποιος]] στην [[αρχή]] του δείπνου δεν μπορούσε να φάει [[τίποτε]] [[άλλο]]) αυτός που εμποδίζει το [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ([[πρβλ]]. <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), [[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>δειπνος</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[κωλυσίδειπνος]], -ον (Α)<br />(για [[είδος]] σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε [[κάποιος]] στην [[αρχή]] του δείπνου δεν μπορούσε να φάει [[τίποτε]] [[άλλο]]) αυτός που εμποδίζει το [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ([[πρβλ]]. [[κώλυσις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), [[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>δειπνος</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡσίδειπνος Medium diacritics: κωλυσίδειπνος Low diacritics: κωλυσίδειπνος Capitals: ΚΩΛΥΣΙΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: kōlysídeipnos Transliteration B: kōlysideipnos Transliteration C: kolysideipnos Beta Code: kwlusi/deipnos

English (LSJ)

[ῐ], ον, interrupting the banquet, applied to a species of κοχλίας, Apollod. ap. Ath.2.63d, cf. Plu.2.726a.

German (Pape)

[Seite 1543] das Gastmahl aufhaltend, hindernd, Plut. Symp. 8, 6, 1, vgl. Ath. II, 63 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui empêche de souper.
Étymologie: κωλύω, δεῖπνον.

Russian (Dvoretsky)

κωλῡσίδειπνος: (σῐ) шутл. мешающий пиру (об опаздывающих сотрапезниках) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσίδειπνος: -ον, ὁ κωλύων τινὰ νὰ δειπνῇ ἐν τῇ ὡρισμένῃ ὥρᾳ μὴ προσερχόμενος εἰς τὸ δεῖπνον ἐγκαίρως, ὄνομα εἴδους κοχλιῶν, οἱ κωλύοντες τὸ δεῖπνον, ἐμποδίζοντες νὰ φάγῃ τις ἄλλα φαγητά, Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 63D, Πλούτ. 2. 726Α.

Greek Monolingual

κωλυσίδειπνος, -ον (Α)
(για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή του δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσις) + -δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό-δειπνος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.