παλιντοκία: Difference between revisions
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλιντοκία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το να λαμβάνει [[κάποιος]] εκ νέου τον τόκο ο [[οποίος]] έχει ήδη καταβληθεί<br /><b>2.</b> η [[παλιγγενεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), | |mltxt=[[παλιντοκία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το να λαμβάνει [[κάποιος]] εκ νέου τον τόκο ο [[οποίος]] έχει ήδη καταβληθεί<br /><b>2.</b> η [[παλιγγενεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[ευτοκία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 10 May 2023
English (LSJ)
ἡ, demand for repayment of interest, Plu.2.295d.
German (Pape)
[Seite 451] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réclamation d'intérêts déjà payés.
Étymologie: πάλιν, τόκος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιντοκία: ἡ требование о возврате уплаченных процентов Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιντοκία: ἡ, τὸ λαμβάνειν ὀπίσω τοὺς τόκους οὓς ἄλλοτε ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «τέλος δὲ δόγμα θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. παλιντοκία, = παλιγγενεσία, ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.
Greek Monolingual
παλιντοκία, ἡ (Α)
1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί
2. η παλιγγενεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τοκία (< -τόκος < τίκτω), πρβλ. ευτοκία].