πολύπλευρος: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπλευρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο [[σχήμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο [[ζήτημα]]» β. «πολύπλευρη [[προσφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύπλευρον</i><br />το [[φυτό]] αρνόγλωσσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύπλευρα</i> Ν<br />από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πολύπλευρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο [[σχήμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο [[ζήτημα]]» β. «πολύπλευρη [[προσφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύπλευρον</i><br />το [[φυτό]] αρνόγλωσσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύπλευρα</i> Ν<br />από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. [[ισόπλευρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:18, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, A many-sided, Plu.2.966e, Plot.6. 3.14. 2 -πλευρον, τό, = ἀρνόγλωσσον, Dsc.2.126 (v.l. πολύνευρον).
German (Pape)
[Seite 668] vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à plusieurs côtés.
Étymologie: πολύς, πλευρά.
Russian (Dvoretsky)
πολύπλευρος: многосторонний, многогранный (ἔργον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πλευράς, Πλούτ. 2. 966Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον
το φυτό αρνόγλωσσον.
επίρρ...
πολύπλευρα Ν
από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισόπλευρος].