σκαφοειδής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skafoeidis
|Transliteration C=skafoeidis
|Beta Code=skafoeidh/s
|Beta Code=skafoeidh/s
|Definition=ές, [[like a bowl]], [[hollow]], <span class="bibl">Eudox.<span class="title">Ars</span> 12.9</span>, <span class="bibl">D.S.2.31</span>, <span class="title">Placit.</span>2.22.2, al., <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>3.6</span>, Ach. Tat.<span class="title">Intr.Arat.</span>19; <b class="b3">τὸ σ</b>. [[bowl-shaped body]], Placit.2.24.3.
|Definition=σκαφοειδές, [[like a bowl]], [[hollow]], Eudox.''Ars'' 12.9, D.S.2.31, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.22.2, al., Gal.''UP''3.6, Ach. Tat.''Intr.Arat.''19; <b class="b3">τὸ σ.</b> [[bowl-shaped body]], Placit.2.24.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκαφοειδής -ες &#91;[[σκάφος]], [[εἶδος]]] [[komvormig]], [[hol]].
|elnltext=σκαφοειδής -ες &#91;[[σκάφος]], [[εἶδος]]] [[komvormig]], [[hol]].
}}
}}

Revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφοειδής Medium diacritics: σκαφοειδής Low diacritics: σκαφοειδής Capitals: ΣΚΑΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skaphoeidḗs Transliteration B: skaphoeidēs Transliteration C: skafoeidis Beta Code: skafoeidh/s

English (LSJ)

σκαφοειδές, like a bowl, hollow, Eudox.Ars 12.9, D.S.2.31, Placit.2.22.2, al., Gal.UP3.6, Ach. Tat.Intr.Arat.19; τὸ σ. bowl-shaped body, Placit.2.24.3.

German (Pape)

[Seite 890] ές, nachen-, kahnartig, kahnähnlich, Plut. placit. phil. 2, 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à un bateau allongé.
Étymologie: σκάφη, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς λέμβον ἢ πλοιάριον, Διόδ. 2. 31· ὅμοιος πρὸς σκάφην ἢ λεκάνην, Στοβ. Ἐκλ.: Φυσ. σ. 46 Gaisf., Πλούτ. 2. 890D κἐξ.· τὸ σκαφοειδές, σῶμα ἔχον τὸ σχῆμα λεκάνης ἢ σκάφης, Πλούτ. 2. 891Ε.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που είναι όμοιος με σκάφη, που έχει σχήμα σκάφης ή λεκάνης, σκαφιδωτός, κοίλος («τὸν ἥλιον... σκαφοειδῆ, ὑπόκυρτον», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σκαφοειδές οστό»
ανατ. i) το μεγαλύτερο και το πιο έξω από τα τέσσερα οστά του πρώτου στοίχου του καρπού, το οποίο βρίσκεται στο κερκιδικό χείλος
ii) οστό που καταλαμβάνει το έσω τμήμα του άκρου ποδιού και αρθρώνεται προς τα πίσω με τον αστράγαλο και προς τα εμπρός με τα τρία σφηνοειδή οστά
β) «σκαφοειδής αύλακα»
ανατ. τοξοειδής αύλακα μεταξύ έλικας και ανθέλικας του πτερυγίου του αφτιού, αλλ. σκάφος
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με λέμβο ή πλοιάριο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκαφοειδές
σώμα που έχει το σχήμα σκάφης ή λεκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφη + -ειδής. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. scaphoid].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαφοειδής -ες [σκάφος, εἶδος] komvormig, hol.