ταναόδειρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταναός]] «[[επιμήκης]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δειρή]] «[[λαιμός]], [[τράχηλος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>δειρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταναός]] «[[επιμήκης]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δειρή]] «[[λαιμός]], [[τράχηλος]]»), [[πρβλ]]. [[πολύδειρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνᾰόδειρος Medium diacritics: ταναόδειρος Low diacritics: ταναόδειρος Capitals: ΤΑΝΑΟΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: tanaódeiros Transliteration B: tanaodeiros Transliteration C: tanaodeiros Beta Code: tanao/deiros

English (LSJ)

ον, long-necked, οἰωνοί Ar.Av.254,1394. [ταν- short by nature, but lengthd. in Ar. ll. cc. in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 1066] langhalsig, οἰωνός, Ar. Av. 154. 1394.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au long cou.
Étymologie: ταναός, δειρή.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνᾰόδειρος: (тж. τᾱ) с длинной шеей (οἰωνός Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τανᾰόδειρος: -ον, ὁ μακρὰν δειρὴν ἔχων, «μακρολαίμης», οἰωνῶν... ταναοδείρων Ἀριστοφ. Ὄρν. 254, 1394, πρβλ. Κινησίαν 2. [ταν- βραχὺ φύσει, ἀλλὰ μυκήνεται ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις τοῦ Ἀριστοφ. ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταναός «επιμήκης» + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύδειρος].

Greek Monotonic

τᾰναόδειρος: -ον (δείρη), αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τᾰναό-δειρος, ον, [δείρη]
long-necked, Ar.