ἡμιφαής: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /> | |btext=ής, ές :<br />[[à moitié visible]].<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[φάος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:24, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, half-shining,= ἡμιφανής, λάρναξ AP 7.478 (Leon., sed leg. ἡμιχανεῖ).
German (Pape)
[Seite 1171] λάρναξ, halb erscheinend, d. i. halb offen, Leon. Tar. 67 (VII, 478).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié visible.
Étymologie: ἡμι-, φάος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐφαής: наполовину видимый, т. е. полуоткрытый (λάρναξ Anth. - v.l. ἡμιχανής).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιφαής: ἡμιφανής, λάρναξ Ἀνθ. Π. 7. 478.
Greek Monolingual
ἡμιφαής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτοφαής, πασιφαής].
Greek Monotonic
ἡμιφαής: -ές (φάος), ορατός κατά το ήμισυ, σε Ανθ.