ὁμόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόθυμος]], -ον)<br />[[ομόγνωμος]], [[ομόφρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη [[θέληση]] και τη [[γνώμη]] όλων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοθύμως</i> και <i>ομόθυμα</i> (Α [[ὁμοθύμως]])<br />με [[ομοψυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>θυμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόθυμος]], -ον)<br />[[ομόγνωμος]], [[ομόφρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη [[θέληση]] και τη [[γνώμη]] όλων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοθύμως</i> και <i>ομόθυμα</i> (Α [[ὁμοθύμως]])<br />με [[ομοψυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] ([[πρβλ]]. [[κακόθυμος]])].
}}
}}

Revision as of 12:50, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόθῡμος Medium diacritics: ὁμόθυμος Low diacritics: ομόθυμος Capitals: ΟΜΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: homóthymos Transliteration B: homothymos Transliteration C: omothymos Beta Code: o(mo/qumos

English (LSJ)

ὁμόφρων, ὁμόψυχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 334] einmüthig, einig, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est du même avis.
Étymologie: de ὁμός, θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθῡμος: ὁμόψυχος, ὁμόφρων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόθυμος, -ον)
ομόγνωμος, ομόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων.
επίρρ...
ομοθύμως και ομόθυμαὁμοθύμως)
με ομοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θυμός (πρβλ. κακόθυμος)].