βουλευτός: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vouleftos | |Transliteration C=vouleftos | ||
|Beta Code=bouleuto/s | |Beta Code=bouleuto/s | ||
|Definition= | |Definition=βουλευτή, βουλευτόν,<br><span class="bld">A</span> [[devised]], [[plotted]], A.''Ch.''494.<br><span class="bld">II</span> [[matter for deliberation]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1113a2, etc.<br><span class="bld">III</span> [[βουλευτός]], = [[βουλευτής]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
βουλευτή, βουλευτόν,
A devised, plotted, A.Ch.494.
II matter for deliberation, Arist.EN1113a2, etc.
III βουλευτός, = βουλευτής, Hsch.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. βωλ- Call.Lau.Pall.38
I planeado, instigado, decidido θάνατος Call.l.c.
II subst.
1 ὁ β. consejero Hsch.
2 neutr. objeto de deliberación β. δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό Arist.EN 1113a2.
German (Pape)
[Seite 457] berathschlagt, überlegt, Aesch. Ch. 494; worüber berathschlagt werden kann, Arist. Eth. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
délibéré, réfléchi.
Étymologie: adj. verb. de βουλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλευτός -ά -όν βουλεύω
1. beraamd, gepland:. βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν in tevoren gepland omhulsel Aeschl. Ch. 494.
2. waarover valt te beraadslagen:. βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό voorwerp van beraad en voorwerp van keuze zijn identiek Aristot. EN 1113a2.
Russian (Dvoretsky)
βουλευτός:
1 придуманный, нарочно устроенный (καλύμματα Aesch.);
2 подлежащий обсуждению (τὰ πρὸς τὰ τέλη Arst.).
Greek Monolingual
βουλευτός, -ή, -όν (Α) βουλεύω
1. επινοημένος, σχεδιασμένος
2. αυτός για τον οποίο πρέπει να γίνει συζήτηση και να ληφθεί απόφαση.
Greek Monotonic
βουλευτός: -ή, -όν, επινοημένος, σχεδιασμένος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευτός: -ή, -όν, ἐπινοηθείς, σχεδιασθείς, Αἰσχύλ. Χο. 494. ΙΙ. ἀντικείμενον σκέψεως καὶ συζητήσεως, ὑπόθεσις πρὸς ἐξέτασιν, σκέψιν καὶ ἀπόφασιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 17, κτλ.
Middle Liddell
[from βουλήεις
devised, plotted, Aesch.