μεσίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesidios
|Transliteration C=mesidios
|Beta Code=mesi/dios
|Beta Code=mesi/dios
|Definition=α, ον, = [[μέσος]], [δικαστὴς] μ., = [[μεσίτης]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1132a23</span>; ἄρχων μ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1306a28</span>.
|Definition=α, ον, = [[μέσος]], [δικαστὴς] μ., = [[μεσίτης]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1132a23; ἄρχων μ. Id.''Pol.''1306a28.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσίδιος Medium diacritics: μεσίδιος Low diacritics: μεσίδιος Capitals: ΜΕΣΙΔΙΟΣ
Transliteration A: mesídios Transliteration B: mesidios Transliteration C: mesidios Beta Code: mesi/dios

English (LSJ)

α, ον, = μέσος, [δικαστὴς] μ., = μεσίτης, Arist.EN 1132a23; ἄρχων μ. Id.Pol.1306a28.

German (Pape)

[Seite 138] poet, μεσσίδιος, in der Mitte stehend, vermittelnd, Arist. Pol. 5, 6, δικασταί Eth. 5, 4; die poet. Form führt Hesych. an.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
médiateur, arbitre.
Étymologie: μέσος, -ίδιος.

Russian (Dvoretsky)

μεσίδιος: (ῐδ) стоящий посреди, т. е. являющийся посредником, посредничающий (δικαστής, ἄρχων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσίδιος: [σῐδ] ποιητ. μεσσ-, α, ον, = μέσος, δικαστής μ. = μεσίτης, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 7· ἄρχων μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 6, 13· ἰδὲ Λοβεκ. Φρύνιχ. 121.

Greek Monolingual

μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος
2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» — ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. ορθρίδιος, πτερίδιος). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος.

Greek Monotonic

μεσίδιος: [σῐδ], ποιητ. μεσσ-, -α, -ον, = μέσος, δικαστὴς μεσίδιος = μεσίτης, σε Αριστ.

Middle Liddell

μεσίδιος, ποετ. μεσσ-ος, η, ον = μέσος, δικαστὴς μ.] = μεσιτής, Arist.]