πωγωνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pogonoforos
|Transliteration C=pogonoforos
|Beta Code=pwgwnofo/ros
|Beta Code=pwgwnofo/ros
|Definition=ον, [[wearing a beard]], <span class="bibl">Scyl.112</span>, Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.42</span>, Luc.<span class="title">Epigr.</span>46.
|Definition=πωγωνοφόρον, [[wearing a beard]], Scyl.112, Xenocr. ap. Orib.2.58.42, Luc.''Epigr.''46.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωγωνοφόρος Medium diacritics: πωγωνοφόρος Low diacritics: πωγωνοφόρος Capitals: ΠΩΓΩΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pōgōnophóros Transliteration B: pōgōnophoros Transliteration C: pogonoforos Beta Code: pwgwnofo/ros

English (LSJ)

πωγωνοφόρον, wearing a beard, Scyl.112, Xenocr. ap. Orib.2.58.42, Luc.Epigr.46.

German (Pape)

[Seite 826] barttragend, Luc. ep. 9 (XI, 410). S. πωγωνοτρόφος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la barbe, barbu.
Étymologie: πώγων, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

πωγωνοφόρος: ирон. брадоносный, бородатый (ὁ κυνικός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πωγωνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, τρέφων γένειον, Ἀνθ. Π. 11. 410, περὶ τῆς τρίγλης, «διαφέρει δὲ ἡ πελάγιος τῆς πετραίας, διάπυρος οὖσα κιναβάρει καὶ χρυσῷ πωγωνοφόρος δ’ ἐστὶ» Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 35, ἔνθα (σ. 105) σημειοῦται ὁ Κοραῆς: «πωγωνοφόρος οὕτως καὶ Ἐρατοσθένης (παρ’ Ἀθην. σ. 284) γενειῆτιν τρίγλην, καὶ Σώφρων (παρὰ τῷ αὐτῷ σ. 324) γενεάτην τρίγλην, ὅ ἐστι πωγωνοφόρον ἐκάλεσαν. Ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων μυστακοφόρον αὐτὴν κωμικῶς, ἢ μᾶλλον βωμολοχικῶς, ὠνόμασεν ὁ Πτωχοπρόδρομος ἐν τῷ κατὰ ἡγουμένων ποιήματι (στίχ. 175) κομμάτια, σιακοκόμματα, τριγλία μουστακάτα· οἱ δὲ παρ’ ἡμῖν Ἰταλοχυδαΐζοντες, χαίρειν ἐάσαντες τὸ πολλοῦ δέον ἀπηρχαιῶσθαι τῆς τρίγλης ὄνομα, «Βαρβοῦνι» κτλ. Ὀρειβ. 14 Matth.

Greek Monolingual

-α, -ο / πωγωνοφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει γένεια, πωγωνίας, γενειοφόρος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα
ζωολ. μικρό φύλο θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 περίπου περιγραφέντα είδη που χαρακτηρίζονται από τις σαν γένια κεραίες τους στο πρόσθιο άκρο του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων, -ωνος «πιγούνι, γένι» + -φόρος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pogonophora].

Greek Monotonic

πωγωνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει γενειάδα, σε Ανθ.

Middle Liddell

φέρω
wearing a beard, Anth.