περίπτωσις: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periptosis | |Transliteration C=periptosis | ||
|Beta Code=peri/ptwsis | |Beta Code=peri/ptwsis | ||
|Definition=εως, Ion. ιος, ἡ, < | |Definition=-εως, Ion. [[ιος]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[encountering]], [[falling into]] the earth's shadow, Cleom.2.6.<br><span class="bld">II</span> = [[περίπτωμα]] ([[accidental happening]], [[calamity]], [[lucky chance]]), S.E.''P.''1.144(pl.), Hld.6.14, etc.; ἀπὸ περιπτώσεως S.E.''M.''1.25.<br><span class="bld">III</span> [[experience]], <b class="b3">ξυγκαταινέω… τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιος</b> ποιέηται τὴν ἀρχήν Hp.''Praec.''1; <b class="b3">οὔτε πεῖρα οὔτε π.</b> Plu.2.918ctit.; <b class="b3">ἄλογος τριβὴ καὶ π.</b> ib.44oa; κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον ''Stoic.''2.29, al., cf. Phld.''Rh.''2.164S., Diog.Oen.10 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, Ion. ιος, ἡ,
A encountering, falling into the earth's shadow, Cleom.2.6.
II = περίπτωμα (accidental happening, calamity, lucky chance), S.E.P.1.144(pl.), Hld.6.14, etc.; ἀπὸ περιπτώσεως S.E.M.1.25.
III experience, ξυγκαταινέω… τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχήν Hp.Praec.1; οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plu.2.918ctit.; ἄλογος τριβὴ καὶ π. ib.44oa; κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον Stoic.2.29, al., cf. Phld.Rh.2.164S., Diog.Oen.10 (pl.).
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, Zufall, Ereigniß, Gelegenheit, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
conjoncture, accident.
Étymologie: περιπίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
περίπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, τυχαῖον συμβάν, περιστατικόν, Ἡλιόδ. 6. 14, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 144, κτλ.· ἀπὸ περιπτώσεως, κατὰ περίπτωσιν ὁ αὐτ. π. Μ. 1. 25., 11. 252· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ νόσων θεραπευομένων ἐμπειρικῶς, καταινέω... τὸν λογισμόν, ἐάν περ ἐκ περριπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχὴν Ἱππ. 26. 1· φιλοσοφία κατὰ π. ἐπήβολος τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 366· οὔτε πεῖρα οὔτε π. Πλούτ. 2. 948C, πρβλ. 440Α.
Russian (Dvoretsky)
περίπτωσις: εως ἡ случайность (ἄλογος τριβὴ καὶ π. Plut.): οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plut. ни опыт, ни случайность; ἀπὸ περιπτώσεως Sext. стечением обстоятельств, случайно.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπτωσις -εως, ἡ [περιπίπτω] ervaring.