ἀντιπολέμιος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antipolemios | |Transliteration C=antipolemios | ||
|Beta Code=a)ntipole/mios | |Beta Code=a)ntipole/mios | ||
|Definition= | |Definition=ἀντιπολέμιον, [[warring against]], οἱ [[ἀντιπολέμιοι]] = [[enemies]], Th.3.90 codd. (but [[ἀντιπόλεμοι]] Poll.1.150); in Hdt.4.134,140, codd. vary between [[ἀντιπόλεμοι]] and -μιοι; but in 7.236, 8.68.β [[ἀντιπόλεμοι]] occurs without v.l., and is the only form cited by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. Onos. 10.9,al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀντιπολέμιον, warring against, οἱ ἀντιπολέμιοι = enemies, Th.3.90 codd. (but ἀντιπόλεμοι Poll.1.150); in Hdt.4.134,140, codd. vary between ἀντιπόλεμοι and -μιοι; but in 7.236, 8.68.β ἀντιπόλεμοι occurs without v.l., and is the only form cited by Hsch., cf. Onos. 10.9,al.
German (Pape)
[Seite 259] entgegenkämpfend, Feind, Her. 4, 134. 140 l. d.; Thuc. 3, 90.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est en guerre contre, belligérant, ennemi.
Étymologie: ἀντιπόλεμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπολέμιος: ион. ἀντιπόλεμος ὁ воен. неприятель, противник Her., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπολέμιος: -ον, ὁ ἐναντίον τινὸς πολεμῶν, οἱ ἀντιπολέμιοι, σχεδὸν ὅμοιον πρὸς τὸ οἱ πολέμιοι, Θουκ. 3. 90· παρ’ Ἡροδότῳ 4. 134, 140, τὰ κείμενα διαφέρουσιν ἄλλα μὲν ἔχοντα ἀντιπόλεμοι, ἄλλα δὲ ἀντιπολέμιοι, ἀλλ’ ἐν 7. 236., 8. 68, 2 τὸ αντιπόλεμοι ἀπαντᾷ ἄνευ ἑτέρας γραφῆς καὶ εἶναι ὁ μόνος τύπος ὁ αναφερόμενος παρ’ Ἡσυχίῳ «ἀντιπολέμους· πολεμίους».
Greek Monolingual
ἀντιπολέμιος κ. -πόλεμος, -ον (Α)
αντίπαλος στον πόλεμο, εχθρός.
Greek Monotonic
ἀντιπολέμιος: -ον αυτός που πολεμά ενάντια, οἱ ἀντιπολέμιοι, οι εχθροί, σε Θουκ.