μόγις: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mogis | |Transliteration C=mogis | ||
|Beta Code=mo/gis | |Beta Code=mo/gis | ||
|Definition=Aeol. [[μύγις]] Jo.Gramm. | |Definition=Aeol. [[μύγις]] Jo.Gramm.''Comp.''3.10: Adv., ([[μόγος]]) [[with toil and pain]], i.e. [[hardly]], [[scarcely]], Il.9.355, Od.3.119, Hdt.1.116, ''Ev.Luc.''9.39, etc.; μόγις ἀνεκτοί Lys.22.10; μόγις παρειποῦσ' A.''Pr.''131 (lyr.); μόγις πολλῷ πόνῳ Id.''Pers.''509; τὸν μόγις Ἀττικόν Pl.Com.31; πάνυ μόγις Pl. ''Prt.''360d; μόγις πως Id.''Chrm.''155e; μόγις καὶ κατ' ὀλίγον Charito 1.8; βίᾳ καὶ μόγις [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 108b.—Cf. the post-Hom. [[μόλις]]: [[μόλις]] is rare in Att. Prose, exc. in Pl., where it is commoner than [[μόλις]]; both forms in codd. of Th. [ῑ metri gr., Il.22.412.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
Aeol. μύγις Jo.Gramm.Comp.3.10: Adv., (μόγος) with toil and pain, i.e. hardly, scarcely, Il.9.355, Od.3.119, Hdt.1.116, Ev.Luc.9.39, etc.; μόγις ἀνεκτοί Lys.22.10; μόγις παρειποῦσ' A.Pr.131 (lyr.); μόγις πολλῷ πόνῳ Id.Pers.509; τὸν μόγις Ἀττικόν Pl.Com.31; πάνυ μόγις Pl. Prt.360d; μόγις πως Id.Chrm.155e; μόγις καὶ κατ' ὀλίγον Charito 1.8; βίᾳ καὶ μόγις Pl.Phd. 108b.—Cf. the post-Hom. μόλις: μόλις is rare in Att. Prose, exc. in Pl., where it is commoner than μόλις; both forms in codd. of Th. [ῑ metri gr., Il.22.412.]
German (Pape)
[Seite 196] mit Anstrengung, mit Mühe, kaum; μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν, Il. 9, 355; μόγις δ' ἐσαγείρατο θυμόν, 21, 417; μόγις δ' ἐτέλεσσε Κρονίων, Od. 3, 119; Aesch. Prom. 131 Pers. 501; Eur. κατεῖπ' ἀναγκασθεὶς μόγις, Ion 1215; Ar. Lys. 328; Her. 1, 116; bei Thuc. 1, 11 u. sonst schwankt die Lesart; βίᾳ καὶ μόγις οἴχεται ἀγομένη, Plat. Theaet. 160 e; ξυνέφη μόγις, Rep. I, 346 c; Euthyd. 282 d haben alle mss. μόλις διὰ μακρῶν λεγόμενον, wie Ax. 368 b u. Sp., z. B. Pol. 30, 2, 4. – [Ι ist Il. 22, 412 in der Vershebung lang gebraucht.]
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine.
Étymologie: μόγος.
Russian (Dvoretsky)
μόγῐς: атт. тж. μόλῐς (редко ῑ) adv. с трудом, едва: μ. δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν Hom. (Гектор) едва ускользнул от моего нападения; πάνυ μ. Plat. с большим усилием или крайне неохотно; μ. πως Plat. с некоторым усилием.
Greek (Liddell-Scott)
μόγῐς: Ἐπίρρ., (μόγος) μετὰ κόπου καὶ πόνου, δηλ. μόλις, μετὰ δυσκολίας, Ἰλ. Ι. 355, Ὀδ. Γ. 119, κτλ., Ἡρόδ. 1. 116, Λυσ. 166. 10· μόγις παρειποῦσ’ Αἰσχύλ. Πρ. 131, πρβλ. Πέρσ. 509· τὸν μαινόμενον, τὸν Κρῆτα, τὸν μόγις Ἀττικὸν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 6· μηθενὸς δεῖσθαι ἢ μ., ἢ μόλις τινός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 26· πάνυ μ. Πλάτ. Πρωτ. 360D· μ. πως ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 155Ε· - συχνάκις συνάπτεται μετὰ παρομοίου ἐπιρρήματος, μόγις καὶ βραδέως, μόγις καὶ κατ’ ὀλίγον, κτλ., «μόλις καὶ μετὰ βίας», Duker εἰς Θουκ. 7. 40, Dorv. εἰς Χαρίτ. σ. 345· βίᾳ καὶ μ. Πλάτ. Φαίδων 108Β. - Πρβλ. τὸ μεθ’ Ὅμ. μόλις, καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165. [ῑ ἐν ἄρσει, Ἰλ. Χ. 412].
English (Strong)
adverb from a primary mogos (toil); with difficulty: hardly.
English (Thayer)
(μόγος toil), from Homer down, hardly, with difficulty: WH Tr marginal reading μόλις, which see). (3 Maccabees 7:6.)
Greek Monolingual
μόγις και αιολ. τ. μύγις (Α)
επίρρ. μόλις και μετά βίας, δύσκολα («μόγις δὲ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + επιρρμ. κατάλ. -ις (πρβλ. μέχρι(ς), χωρίς, μόλις)].
Greek Monotonic
μόγῐς: (μόγος), επίρρ., με μόχθο και κόπο, δηλ. δύσκολα, σχεδόν, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. του μετα-ομηρ. μόλις.
Middle Liddell
μόγος
with toil and pain, i. e. hardly, scarcely, Hom., Hdt., attic:—cf. the post-Hom. μόλις.
Chinese
原文音譯:mÒgij 摩居士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:困難地
字義溯源:難以,刻苦的,困難的,難以,硬不;源自(μόγις)X*=辛勞)。參讀 (δυσκόλως)同義字
同源字:1) (μογγιλάλος / μογιλάλος)說話費力 2) (μόγις)難以,艱苦的
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 硬不(1) 路9:39
English (Woodhouse)
barely, hardly at all, hardly, just, only, scarcely, with a struggle, with an effort, with difficulty, with great effort, with great exertion, with toil and pain