οὐδετέρωσε: Difference between revisions

From LSJ

κακῆς ἀπ΄ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. → from a bad beginning comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐδετέρωσε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[ούτε]] [[προς]] το ένα [[ούτε]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]], [[προς]] κανένα από τα δύο μέρη («[[οὐδετέρωσε]] ῥέπει», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδετέρως]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηδετέρω</i>-<i>σε</i>)].
|mltxt=[[οὐδετέρωσε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[ούτε]] [[προς]] το ένα [[ούτε]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]], [[προς]] κανένα από τα δύο μέρη («[[οὐδετέρωσε]] ῥέπει», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδετέρως]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> ([[πρβλ]]. [[μηδετέρωσε]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδετέρωσε Medium diacritics: οὐδετέρωσε Low diacritics: ουδετέρωσε Capitals: ΟΥΔΕΤΕΡΩΣΕ
Transliteration A: oudetérōse Transliteration B: oudeterōse Transliteration C: oudeterose Beta Code: ou)dete/rwse

English (LSJ)

Adv. to neither of two sides, neither way, οὐδ' ἄρα τε προκυλίνδεται οὐ. Il.14.18; οὐ. κλινόμενος Thgn.945; οὐ. ῥέπει Str.2.1.11. (Perh. οὐδ' ἑτέρωσε should be written everywhere.)

German (Pape)

[Seite 410] nach keiner von beiden Seiten hin, Il. 14, 18, von Bekker getrennt geschrieben.

French (Bailly abrégé)

adv.
ni vers l'un ni vers l'autre des deux côtés.
Étymologie: οὐδέτερος, -σε.

Russian (Dvoretsky)

οὐδετέρωσε: adv. тж. раздельно ни в одну (из обеих) сторону, ни туда, ни сюда (προκυλίνδεσθαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐδετέρωσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδέτερον μέρος, οὔτε πρὸς τὸ ἓν οὔτε πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, οὐδ’ ἄρα τε προκυλίνδεται οὐδετέρωσε Ἰλ. Ξ. 18· εἶμι παρὰ στάθμην ὀρθὴν ὁδόν, οὐδετέρωσε κλινόμενος Θέογν. 945· οὐδ. ῥέπει Στράβ. 71.

English (Autenrieth)

in neither direction, Il. 14.18†.

Greek Monolingual

οὐδετέρωσε (Α)
επίρρ. ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος, προς κανένα από τα δύο μέρη («οὐδετέρωσε ῥέπει», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδετέρωσε)].

Greek Monotonic

οὐδετέρωσε: επίρρ., σε καμία από τις δύο πλευρές, με κανέναν από τους δύο τρόπους, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.

Middle Liddell


to neither of two sides, neither way, Il., Theogn.