μηδετέρωσε
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
Adv. to neither side, Hp.Superf.4, Th.4.118, Paus.2.1.4.
German (Pape)
[Seite 171] auf keine von beiden Seiten hin, Thuc. 4, 118.
French (Bailly abrégé)
adv.
ni d'un côté, ni de l'autre avec mouv.
Étymologie: μηδέτερος, -σε.
Russian (Dvoretsky)
μηδετέρωσε: adv. ни в том, ни в другом направлении, ни так, ни иначе: μήτε ἐπιμισγομένους μηδετέρους μ. Thuc. и (как гласил договор) ни одна из сторон не будет вмешиваться в дела другой.
Greek (Liddell-Scott)
μηδετέρωσε: ἐπίρρ. πρὸς μηδέτερον μέρος, Θουκ. 4. 118.
Greek Monolingual
μηδετέρωσε (Α)
επίρρ. ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μέρος, σε κανένα από τα δύο μέρη («ούτε επιμισγομένους μηδετέρους μηδετέρωσε», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. εκατέρωσε)].
Greek Monotonic
μηδετέρωσε: επίρρ., σε καμία από τις δύο πλευρές, σε Θουκ.