μηδετέρωσε

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδετέρωσε Medium diacritics: μηδετέρωσε Low diacritics: μηδετέρωσε Capitals: ΜΗΔΕΤΕΡΩΣΕ
Transliteration A: mēdetérōse Transliteration B: mēdeterōse Transliteration C: mideterose Beta Code: mhdete/rwse

English (LSJ)

Adv. to neither side, Hp.Superf.4, Th.4.118, Paus.2.1.4.

German (Pape)

[Seite 171] auf keine von beiden Seiten hin, Thuc. 4, 118.

French (Bailly abrégé)

adv.
ni d'un côté, ni de l'autre avec mouv.
Étymologie: μηδέτερος, -σε.

Russian (Dvoretsky)

μηδετέρωσε: adv. ни в том, ни в другом направлении, ни так, ни иначе: μήτε ἐπιμισγομένους μηδετέρους μ. Thuc. и (как гласил договор) ни одна из сторон не будет вмешиваться в дела другой.

Greek (Liddell-Scott)

μηδετέρωσε: ἐπίρρ. πρὸς μηδέτερον μέρος, Θουκ. 4. 118.

Greek Monolingual

μηδετέρωσε (Α)
επίρρ. ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μέρος, σε κανένα από τα δύο μέρη («ούτε επιμισγομένους μηδετέρους μηδετέρωσε», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. εκατέρωσε)].

Greek Monotonic

μηδετέρωσε: επίρρ., σε καμία από τις δύο πλευρές, σε Θουκ.

Middle Liddell

to neither side, Thuc.