ὑπαφίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypafistamai
|Transliteration C=ypafistamai
|Beta Code=u(pafi/stamai
|Beta Code=u(pafi/stamai
|Definition=[[step back]], [[withdraw]], <span class="bibl">Antipho4.4.1</span>; μικρὸν ὑπαποστήσομαι <span class="bibl">Men.<span class="title">Sam.</span>153</span>; <b class="b3">ἐξ Ἀθηνέων</b> Thalesap.<span class="bibl">D.L.1.44</span>; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.25</span>.
|Definition=[[step back]], [[withdraw]], Antipho4.4.1; μικρὸν ὑπαποστήσομαι Men.''Sam.''153; <b class="b3">ἐξ Ἀθηνέων</b> Thalesap.D.L.1.44; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Ael.''NA''2.25.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαφίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[οπισθοχωρώ]] [[αργά]], αποσύρομαι, σε Αντιφ.
|lsmtext='''ὑπαφίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[οπισθοχωρώ]] [[αργά]], αποσύρομαι, σε Αντιφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act., to [[step]] [[back]] [[slowly]], to [[withdraw]], [[Antipho]].
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act., to [[step]] [[back]] [[slowly]], to [[withdraw]], [[Antipho]].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαφίσταμαι Medium diacritics: ὑπαφίσταμαι Low diacritics: υπαφίσταμαι Capitals: ΥΠΑΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypaphístamai Transliteration B: hypaphistamai Transliteration C: ypafistamai Beta Code: u(pafi/stamai

English (LSJ)

step back, withdraw, Antipho4.4.1; μικρὸν ὑπαποστήσομαι Men.Sam.153; ἐξ Ἀθηνέων Thalesap.D.L.1.44; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Ael.NA2.25.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ὑπαπέστην, etc.
s'éloigner peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἀφίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαφίσταμαι: (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν Thales ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαφίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· - ἀφίσταμαι κατὰ μικρόν, ἀποσύρομαι, Ἀντιφῶν 128. 9· ἐξ Ἀθηνέων Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44· τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Αἰλ. π. Ζ. 2. 25.

Greek Monolingual

Α
αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῦ», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑπαφίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., οπισθοχωρώ αργά, αποσύρομαι, σε Αντιφ.

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act., to step back slowly, to withdraw, Antipho.