νήκερως: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νήκερως]], -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)<br />αυτός που δεν έχει κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>κερως</i>, <i>δί</i>-<i>κερως</i>].
|mltxt=[[νήκερως]], -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)<br />αυτός που δεν έχει κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[άκερως]], [[δίκερως]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήκερως Medium diacritics: νήκερως Low diacritics: νήκερως Capitals: ΝΗΚΕΡΩΣ
Transliteration A: nḗkerōs Transliteration B: nēkerōs Transliteration C: nikeros Beta Code: nh/kerws

English (LSJ)

ων, (νη-, κέρας) hornless, not horned, Epic nom. pl. νήκεροι, Hes. Op. 529.

German (Pape)

[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.

Greek (Liddell-Scott)

νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

Greek Monolingual

νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. άκερως, δίκερως].

Greek Monotonic

νήκερως: -ων (νη-, κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. νήκεροι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νή-κερως, ων, (νη-, κέρας) not horned, epic nom. pl. νήκεροι Hes.