φυκογείτων: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που κατοικεί [[κοντά]] στα [[φύκη]], [[δηλαδή]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦκος]] <span style="color: red;">+</span> [[γείτων]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμο</i>-[[γείτων]])].
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που κατοικεί [[κοντά]] στα [[φύκη]], [[δηλαδή]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦκος]] <span style="color: red;">+</span> [[γείτων]] ([[πρβλ]]. [[ποταμογείτων]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:10, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκογείτων Medium diacritics: φυκογείτων Low diacritics: φυκογείτων Capitals: ΦΥΚΟΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: phykogeítōn Transliteration B: phykogeitōn Transliteration C: fykogeiton Beta Code: fukogei/twn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, near the seaweed, dwelling by the sea, epithet of Priapus, AP6.193 (Flacc.).

German (Pape)

[Seite 1313] ονος, dem Meertang nahe, am Meere wohnend, lebend; Statil. FIacc. 4 (VI, 193) nennt den Priapus so.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
voisin des algues, qui habite près des algues, près de la mer.
Étymologie: φῦκος, γείτων.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κατοικεί κοντά στα φύκη, δηλαδή στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + γείτων (πρβλ. ποταμογείτων)].

Greek Monotonic

φῡκογείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται κοντά στα φύκια, αυτός που κατοικεί κοντά στη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φῡκογείτων: ονος ὁ житель берегов, богатых водорослями Anth.

Middle Liddell

φῡκο-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,
near the sea-weed, dwelling by the sea, Anth.