δυσανάσχετος: Difference between revisions

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
m (Text replacement - "Latin: intolerabilis;" to "Latin: intolerabilis, intolerandus;")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysanaschetos
|Transliteration C=dysanaschetos
|Beta Code=dusana/sxetos
|Beta Code=dusana/sxetos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hard to bear]], [[intolerable]], ὕβρεις <span class="bibl">Ph.2.92</span>; κήδη Phleg.<span class="title">Macr.</span>4, cf. Dsc. <span class="title">Eup.</span> 1.235, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.20</span>: poet. δῠσανα-άνσχετος <span class="bibl">A.R.2</span> <span class="bibl">272</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[bearing hardly]], in Adv. [[δυσανασχέτως]], ἔχειν <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>218.9</span>, cf. <span class="bibl">Poll.3.130</span>.</span>
|Definition=δυσανάσχετον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to bear]], [[intolerable]], ὕβρεις Ph.2.92; κήδη Phleg.''Macr.''4, cf. Dsc. ''Eup.'' 1.235, Porph.''Abst.''3.20: ''poet.'' δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272.<br><span class="bld">II</span> Act., [[bearing hardly]], in Adv. [[δυσανασχέτως]], ἔχειν A.D.''Synt.''218.9, cf. Poll.3.130.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσανάσχετος Medium diacritics: δυσανάσχετος Low diacritics: δυσανάσχετος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: dysanáschetos Transliteration B: dysanaschetos Transliteration C: dysanaschetos Beta Code: dusana/sxetos

English (LSJ)

δυσανάσχετον,
A hard to bear, intolerable, ὕβρεις Ph.2.92; κήδη Phleg.Macr.4, cf. Dsc. Eup. 1.235, Porph.Abst.3.20: poet. δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272.
II Act., bearing hardly, in Adv. δυσανασχέτως, ἔχειν A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): poét. δυσάνσχετος A.R.2.272
1 difícil de soportar, difícilmente tolerable ὀδμή A.R.l.c., ὕβρεις Ph.2.92, κήδη Orác. en Phleg.37 (p.1188), cf. IG 9(2).1104.17 (I a.C.), Dsc.Eup.1.235, Porph.Abst.3.20.
2 adv. δυσανασχέτως = en forma difícilmente soportable προσφωνούμενοι διὰ τῆς ἀντωνυμίας δ. ἔχουσιν llevan mal ser llamados por el pronombre en lugar de por su nombre propio, A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130, Sch.Pi.N.7.62a.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυσανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσανάσχετος: -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· ποιητικός τις τύπος δυσάνσχετος ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μετὰ δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γʹ, 130.

Greek Monolingual

δυσανάσχετος και δυσανάνσχετος, -ον (Α)
ο μη ανεκτός, ο ανυπόφορος.

Greek Monotonic

δυσανάσχετος: -ον, ανυπόφορος, αφόρητος.

Middle Liddell

δυσ-ανάσχετος, ον adj adj
hard to bear.

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎