καταβροχθίζω: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavrochthizo | |Transliteration C=katavrochthizo | ||
|Beta Code=katabroxqi/zw | |Beta Code=katabroxqi/zw | ||
|Definition=[[gulp down]], | |Definition=[[gulp down]], Hp.''Coac.''62, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''357, 826; ὀβολόν Id.''Av.''503, cf. Antiph.190.6; τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Hermipp. 45: metaph., <b class="b3">λόγους κ.</b> Ath.6.270b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
gulp down, Hp.Coac.62, Ar.Eq.357, 826; ὀβολόν Id.Av.503, cf. Antiph.190.6; τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Hermipp. 45: metaph., λόγους κ. Ath.6.270b.
German (Pape)
[Seite 1341] niederschlucken, verschlingen; Hippocr.; Ar. Av. 505; θερμόν ποτε καταβροχθίσας ἰχθύν Ath. VIII, 344 b; übertr., λόγους μόνον καταβροχθίσας VI, 270 b.
French (Bailly abrégé)
avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, βροχθίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βροχθίζω opslokken.
Russian (Dvoretsky)
καταβροχθίζω: проглатывать (ἤνυστρον βοός, ὀβολόν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
καταβροχθίζω: μέλλ. -ίσω, καταπίνω, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 126, Ἀριστοφ. Ἱππ. 357, 826, Ὄρνιθ. 503· κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 3· μεταφ., λόγους μόνον καταβροχθίσας Ἀθήν. 270Β·-πρβλ. βρόχω ΙΙ.
Greek Monolingual
(AM καταβροχθίζω)
κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)].
Greek Monotonic
καταβροχθίζω: μέλ. -ίσω, καταπίνω, σε Αριστοφ.