σφακελισμός: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 10: | Line 10: | ||
|Definition=ὁ, = [[σφάκελος]] ([[middle finger]]),<br><span class="bld">A</span> ὀστέων Hp.''Art.'' 33 (pl.); τοῦ ἐγκεφάλου Id.''Morb.''2.5, cf. Arist.''PA''672a33; of plants, [[rot]], Thphr.''HP''4.14.2,4, 8.10.1; of the effect of cold on the foetus, Arist.''Pr.''860a19, cf. Erot.''Fr.''18.<br><span class="bld">2</span> = [[λύπη]] [[σφοδρά]], ''Stoic.''3.100.<br><span class="bld">3</span> [[epilepsy]] in horses, ''Hippiatr.''108. | |Definition=ὁ, = [[σφάκελος]] ([[middle finger]]),<br><span class="bld">A</span> ὀστέων Hp.''Art.'' 33 (pl.); τοῦ ἐγκεφάλου Id.''Morb.''2.5, cf. Arist.''PA''672a33; of plants, [[rot]], Thphr.''HP''4.14.2,4, 8.10.1; of the effect of cold on the foetus, Arist.''Pr.''860a19, cf. Erot.''Fr.''18.<br><span class="bld">2</span> = [[λύπη]] [[σφοδρά]], ''Stoic.''3.100.<br><span class="bld">3</span> [[epilepsy]] in horses, ''Hippiatr.''108. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σφακελισμός -οῦ, ὁ [σφακελίζω] [[gangreen]], [[afsterving]]:. ὀστέων van botten Hp. Art. 33. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 22: | Line 19: | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σφακελίζω]]<br />[[σήψη]] τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την [[εξασθένηση]] και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με ίππους) [[επιληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγραινα]], [[νέκρωση]]<br /><b>2.</b> [[αναισθησία]] [[μερών]] του σώματος από [[ψύξη]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[λύπη]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ [[σφακελίζω]]<br />[[σήψη]] τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την [[εξασθένηση]] και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με ίππους) [[επιληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγραινα]], [[νέκρωση]]<br /><b>2.</b> [[αναισθησία]] [[μερών]] του σώματος από [[ψύξη]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[λύπη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=ὁ, = [[σφάκελος]], Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφᾰκελισμός:''' ὁ Arst. = [[σφάκελος]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 12 April 2023
English (LSJ)
ὁ, = σφάκελος (middle finger),
A ὀστέων Hp.Art. 33 (pl.); τοῦ ἐγκεφάλου Id.Morb.2.5, cf. Arist.PA672a33; of plants, rot, Thphr.HP4.14.2,4, 8.10.1; of the effect of cold on the foetus, Arist.Pr.860a19, cf. Erot.Fr.18.
2 = λύπη σφοδρά, Stoic.3.100.
3 epilepsy in horses, Hippiatr.108.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφακελισμός -οῦ, ὁ [σφακελίζω] gangreen, afsterving:. ὀστέων van botten Hp. Art. 33.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰκελισμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. 463. 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 12, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελισμὸς καὶ σφάκελος ἡ ἄμετρος ὀδύνη· καὶ ἡ μετὰ σπασμοῦ καὶ ὀδύνης πρόεσις· καὶ ἡ τῶν ὀστέων σῆψις», ἴδε καὶ Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σφακελίζω
σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων
μσν.
(σχετικά με ίππους) επιληψία
αρχ.
1. γάγγραινα, νέκρωση
2. αναισθησία μερών του σώματος από ψύξη
3. μεγάλη λύπη.
German (Pape)
ὁ, = σφάκελος, Sp.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰκελισμός: ὁ Arst. = σφάκελος 1.