σωματοφυής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=somatofyis
|Transliteration C=somatofyis
|Beta Code=swmatofuh/s
|Beta Code=swmatofuh/s
|Definition=ές, [[corporeal]], <span class="bibl">Gal.<span class="title">Phil.Hist.</span> 13</span>.
|Definition=σωματοφυές, [[corporeal]], Gal.''Phil.Hist.'' 13.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοφῠής Medium diacritics: σωματοφυής Low diacritics: σωματοφυής Capitals: ΣΩΜΑΤΟΦΥΗΣ
Transliteration A: sōmatophyḗs Transliteration B: sōmatophyēs Transliteration C: somatofyis Beta Code: swmatofuh/s

English (LSJ)

σωματοφυές, corporeal, Gal.Phil.Hist. 13.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφυής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Γαλην. τ. 19, σ. 238, 7.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση.
επίρρ...
σωματοφυῶς Α
σύμφωνα με τη φύση του σώματος («οὔτε τρεῖς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ' ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ' ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατοφνής, τριχοφυής].