πολυτραφής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polytrafis
|Transliteration C=polytrafis
|Beta Code=polutrafh/s
|Beta Code=polutrafh/s
|Definition=ές, [[much-nourishing]], [[productive]], χώρα <span class="bibl">D.S.2.52</span>.
|Definition=πολυτραφές, [[much-nourishing]], [[productive]], χώρα D.S.2.52.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτρᾰφής Medium diacritics: πολυτραφής Low diacritics: πολυτραφής Capitals: ΠΟΛΥΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: polytraphḗs Transliteration B: polytraphēs Transliteration C: polytrafis Beta Code: polutrafh/s

English (LSJ)

πολυτραφές, much-nourishing, productive, χώρα D.S.2.52.

German (Pape)

[Seite 675] ές, viel nährend, fruchtbar, D. Sic. 2, 52.

Russian (Dvoretsky)

πολυτρᾰφής: питающий многих, плодородный (χώρα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυτρᾰφής: -ές, ὁ πολλοὺς τρέφων, εὔφορος, χώρα πολυτραφὴς καὶ γόνιμος Διόδ. 2. 52.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τραφής (< θ. τραφ- του τρέφω, πρβλ. -τράφ-ην), πρβλ. ευτραφής].