ποικιλόδειρος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poikilodeiros
|Transliteration C=poikilodeiros
|Beta Code=poikilo/deiros
|Beta Code=poikilo/deiros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with variegated neck]], πανέλοπες <span class="bibl">Alc.84</span>; [[ἔχις]] Epigr. ap. <span class="bibl">Poll.5.48</span> (Anyte). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ποικιλόγηρυς]], [[ἀηδών]] <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>203</span>.</span>
|Definition=ποικιλόδειρον,<br><span class="bld">A</span> [[with variegated neck]], πανέλοπες Alc.84; [[ἔχις]] Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyte).<br><span class="bld">II</span> = [[ποικιλόγηρυς]], [[ἀηδών]] Hes.''Op.''203.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποικιλόδειρος -ον &#91;[[ποικίλος]], [[δειρή]]] [[met bonte hals]].
|elnltext=ποικιλόδειρος -ον &#91;[[ποικίλος]], [[δειρή]]] [[met bonte hals]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόδειρος Medium diacritics: ποικιλόδειρος Low diacritics: ποικιλόδειρος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: poikilódeiros Transliteration B: poikilodeiros Transliteration C: poikilodeiros Beta Code: poikilo/deiros

English (LSJ)

ποικιλόδειρον,
A with variegated neck, πανέλοπες Alc.84; ἔχις Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyte).
II = ποικιλόγηρυς, ἀηδών Hes.Op.203.

German (Pape)

[Seite 649] mit buntem Halse, mit schillernder Kehle, Beiwort der Nachtigall Hes. O. 205, wo es aber auch vom Gesange verstanden werden kann, mit mannichfach tönender Kehle, u. Ruhnk. ποικιλόγηρυς vermuthet; ἔχις, Anyte 23 (Ap. 6).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cou bigarré.
Étymologie: ποικίλος, δειρή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόδειρος -ον [ποικίλος, δειρή] met bonte hals.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόδειρος: с пестрой шейкой или с переливчатым голосом (ἀηδών Hes.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό
2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυςἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύδειρος].

Greek Monotonic

ποικῐλόδειρος: -ον (δειρή), αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόδειρος: -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ ποικιλόγηρυς.

Middle Liddell

ποικῐλό-δειρος, ον, δειρή
with variegated neck, Anth.