κατάχρεος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρεος]], -ον και [[κατάχρεως]], -ων)<br />αυτός που βαρύνεται από [[πολλά]] χρέη, αυτός που χρωστά [[πολλά]], καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>το κατάχρεα</i><br />τα οφειλόμενα, τα χρέη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>μτφ.</b> «[[κατάχρεως]] ἁμαρτίας» — βουτηγμένος στην [[αμαρτία]] (ΠΔ)<br />β) «κατάχρεον [[κεφάλαιον]]» — το δανεισμένο [[κεφάλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρέος]]), [[πρβλ]]. [[υπέρχρεως]], [[υπόχρεως]]).
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρεος]], -ον και [[κατάχρεως]], -ων)<br />αυτός που βαρύνεται από [[πολλά]] χρέη, αυτός που χρωστά [[πολλά]], καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>το κατάχρεα</i><br />τα οφειλόμενα, τα χρέη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>μτφ.</b> «[[κατάχρεως]] ἁμαρτίας» — βουτηγμένος στην [[αμαρτία]] (ΠΔ)<br />β) «κατάχρεον [[κεφάλαιον]]» — το δανεισμένο [[κεφάλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρέος]]), [[πρβλ]]. [[υπέρχρεως]], [[υπόχρεως]]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχρεος Medium diacritics: κατάχρεος Low diacritics: κατάχρεος Capitals: ΚΑΤΑΧΡΕΟΣ
Transliteration A: katáchreos Transliteration B: katachreos Transliteration C: katachreos Beta Code: kata/xreos

English (LSJ)

ον, alsoκατ-χρέως, of persons, A involved in debt, Plb.13.1.1, Agatharch.Fr.Hist.16 J., D.S.19.9, App.Mith.48, etc.; -χρεως δανείοις S.E.M.5.101: metaph., -χρεος ἁμαρτίας involved in... LXX Wi. 1.4. II of things, τὰ κ. that which is owing, debts, IG14.759.20 (Naples); τὸ κ. κεφάλαιον dub. in Philem.88.9.

German (Pape)

[Seite 1392] att. κατάχρεως, verschuldet, verpfändet; καὶ ἄποροι D. Sic. 19, 9; καὶ ἄτιμοι D. Hal. 9, 15; Pol. bei Ath. XII, 527 b; Sp.

Russian (Dvoretsky)

κατάχρεος: обремененный долгами (κατάχρεοι καὶ ἄποροι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάχρεος: -ον, ἐπὶ προσώπων, κατακεκαλυμμένος ὑπὸ χρεῶν, διὰ τὴν τῶν πολέμων συνέχειαν καὶ τὴν τῶν βίων πολυτέλειαν κ. ἐγένοντο Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 527Α· κ. γενόμενοι καὶ τὰ δάνεια ἀποδοῦναι ἀδυνατοῦντες… ἤλπιζον ἕξειν χρεῶν ἀποκοπὰς 528Α· ἄποροι καὶ κ. Διόδ. 19. 9· ἄτιμοι καὶ κ. Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Ρωμ. 9, 15, κτλ.· μεταφρ., κατάχρεος ἁμαρτίας, περιπεπλεγμένος, βεβυθισμένος εἰς…, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. 1. 4)· παρὰ τῷ Συνεσ. 162Α, κατάχρεως ων. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., οὐσία, κτήματα κατάχρεα ἢ κατάχρεω, ὑπόχρεω, ὑπέγγυα, παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 9 ἢ πιθαν. γραφὴ εἶναι: τὸ κατάχρεον κεφάλαιον τὸ δεδανεισμένον δηλ. πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 20 διδόσθω τὰ κατάχρεα, ἂς πληρωθῶσι τὰ ὀφειλόμενα αὐτῇ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάχρεος, -ον και κατάχρεως, -ων)
αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το κατάχρεα
τα οφειλόμενα, τα χρέη
2. φρ. α) μτφ. «κατάχρεως ἁμαρτίας» — βουτηγμένος στην αμαρτία (ΠΔ)
β) «κατάχρεον κεφάλαιον» — το δανεισμένο κεφάλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χρεως (< χρέος), πρβλ. υπέρχρεως, υπόχρεως].