μεταίτης: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metaitis | |Transliteration C=metaitis | ||
|Beta Code=metai/ths | |Beta Code=metai/ths | ||
|Definition= | |Definition=μεταίτου, ὁ, [[beggar]], Ph.2.516, Luc.''Nec.''15 ([[si vera lectio|s.v.l.]]), Artem. 3.53. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
μεταίτου, ὁ, beggar, Ph.2.516, Luc.Nec.15 (s.v.l.), Artem. 3.53.
German (Pape)
[Seite 147] ὁ, der Bettler, Luc. Necyom. 15.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mendiant.
Étymologie: μεταιτέω.
Russian (Dvoretsky)
μεταίτης: ου ὁ просящий подаяния, нищий Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μεταίτης: -ου, ὁ, ἐπαίτης, Λουκ. Νεκυομαντ. 15, Ἀρτεμίδ. 3. 53· ― παρὰ Σουΐδ. ὑπάρχει καὶ τύπος μέταιτος, περὶ οὗ λέγει: «μέταιτος, προσαίτης, ἐπαίτης», ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 133, πρβλ. καὶ τὴν λέξιν, προΐκτης.
Greek Monolingual
μεταίτης και, κατά το λεξ. Σούδα, μέταιτος, ὁ (Α) μεταιτώ
επαίτης, ζητιάνος.
Greek Monotonic
μεταίτης: -ου, ὁ, ζητιάνος, σε Λουκ.