παντορέκτης: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pantorektis | |Transliteration C=pantorektis | ||
|Beta Code=pantore/kths | |Beta Code=pantore/kths | ||
|Definition= | |Definition=παντορέκτου, ὁ<b class="b3">, ([[ῥέζω]])</b><br><span class="bld">A</span> = [[πανοῦργος]], [[Ἔρως]] ''Anacreont.''10.11, cf. Porph.''Abst.''1.42, Jul.''Or.''6.197b.<br><span class="bld">II</span> ([[ὀρέγομαι]]) [[all-desiring]], Adam.1.16, 2.41. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
παντορέκτου, ὁ, (ῥέζω)
A = πανοῦργος, Ἔρως Anacreont.10.11, cf. Porph.Abst.1.42, Jul.Or.6.197b.
II (ὀρέγομαι) all-desiring, Adam.1.16, 2.41.
German (Pape)
[Seite 464] ὁ, Alles thuend, Ἔρως Anacr. 10, 11, Sp.
Russian (Dvoretsky)
παντορέκτης: ου adj. m все созидающий (Ἔρως Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
παντορέκτης: -ου, ὁ, (ῥέζω) παντουργός, Ἀνακρεόντ. 10. 11, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42, Ἰουλιαν. 197Β. ΙΙ. (ὀρέγομαι) ὁ τῶν πάντων ὀρεγόμενος, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 7 και 13.
Greek Monolingual
(I)
και παντορέκτης, ὁ, Α
αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῖν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακορρέκτης].
(II)
ὁ, Α
αυτός που επιθυμεί τα πάντα, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ὀρέγω (πρβλ. κακορέκτης)].