σανδαλίσκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sandaliskos
|Transliteration C=sandaliskos
|Beta Code=sandali/skos
|Beta Code=sandali/skos
|Definition=ὁ, Dim. of [[σάνδαλον]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 406</span> (s.v.l., <b class="b3">τὸ -κον</b> Blass):—also σαμβᾰλίσκος, ὁ, heterocl. pl. <b class="b3">-ίσκα</b>, <span class="bibl">Hippon.18</span>.
|Definition=ὁ, ''Dim. of'' [[σάνδαλον]], Ar.''Ra.'' 406 (s.v.l., <b class="b3">τὸ σανδαλίσκον</b> Blass):—also [[σαμβαλίσκος]], ὁ, heterocl. pl. <b class="b3">σανδαλίσκα</b>, Hippon.18.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδαλίσκος Medium diacritics: σανδαλίσκος Low diacritics: σανδαλίσκος Capitals: ΣΑΝΔΑΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sandalískos Transliteration B: sandaliskos Transliteration C: sandaliskos Beta Code: sandali/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ σανδαλίσκον Blass):—also σαμβαλίσκος, ὁ, heterocl. pl. σανδαλίσκα, Hippon.18.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰλίσκος: ὁ [demin. к σάνδαλον Arph. = σανδάλιον.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰλίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ σάνδαλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.

Greek Monolingual

ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α
υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].

Greek Monotonic

σανδᾰλίσκος: ὁ, υποκορ. του σάνδαλον, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

σανδᾰλίσκος, ὁ, [Dim. of σάνδαλον, Ar.]