σχοινίς: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schoinis | |Transliteration C=schoinis | ||
|Beta Code=sxoini/s | |Beta Code=sxoini/s | ||
|Definition=(Α), ῖδος, ἡ, < | |Definition=(Α), -ῖδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[σχοινίον]], [[rope]], [[cord]], Theoc.23.51.<br><span class="bld">2</span> [[wall-decoration]] in form of a rope, ''Supp.Epigr.''4.453.17 (Didyma, ii B.C.); similar decoration of a silver cup, ''OGI''214.55 (ibid., iii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[varia lectio|v.l.]] for [[Σχοινῄς]] ([[quod vide|q.v.]]), Lyc.832.<br /><br />(B), <b class="b3">ίδος [ῐ</b>], ''poet.'' fem. of σχοίνινος, σχοινίδι κύρτῃ Nic.''Al.''625. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σχοινίς -ῖδος, ἡ [σχοῖνος] touw, koord. Theocr. Id. 23.51. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
(Α), -ῖδος, ἡ,
A = σχοινίον, rope, cord, Theoc.23.51.
2 wall-decoration in form of a rope, Supp.Epigr.4.453.17 (Didyma, ii B.C.); similar decoration of a silver cup, OGI214.55 (ibid., iii B.C.).
II v.l. for Σχοινῄς (q.v.), Lyc.832.
(B), ίδος [ῐ], poet. fem. of σχοίνινος, σχοινίδι κύρτῃ Nic.Al.625.
German (Pape)
[Seite 1057] ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu σχοίνινος, von Binsen gemacht, Nic. Al. 546. ῖδος, ἡ, 1) ein aus Binsen geflochtenes Gefäß, Geräth, Durchschlag, Sieb u. dgl., auch ein Seil, Theocr. 23, 51. – 2) die Frucht des σχοῖνος, Theophr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχοινίς -ῖδος, ἡ [σχοῖνος] touw, koord. Theocr. Id. 23.51.
Russian (Dvoretsky)
σχοινίς: ῖδος ἡ веревка Theocr.
Greek Monolingual
(I)
-ίδος, ἡ, Α
1. το σχοινί
2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων
3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους
4. σχοινῄς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. σχινίς)].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος.
Greek Monotonic
σχοινίς: -ῖδος, ἡ, = σχοινίον, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινίς: -ίδος, ἡ, = σχοινίον, Θεόκρ. 23. 51. 2) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, περὶ ἀργυροῦ τινος ποτηρίου λέγεται, σχοινίδα ἔχειν, ὅπερ ἴσως σημαίνει ὅτι ἦτο κατασκευασμένον κατ’ ἀπομίμησιν καλαθίου ἐκ σχοίνων, ἴδε Böckh. II. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Λυκόφρ. 832, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.