Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁδηγητήρ: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odigitir
|Transliteration C=odigitir
|Beta Code=o(dhghth/r
|Beta Code=o(dhghth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, = [[ὁδηγός]] ([[guide]]), <span class="title">Epigr.Gr.</span>779 (Chalcedon), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>41.6</span>.
|Definition=ὁδηγητῆρος, ὁ, = [[ὁδηγός]] ([[guide]]), ''Epigr.Gr.''779 (Chalcedon), Orph.''H.''41.6.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδηγητήρ Medium diacritics: ὁδηγητήρ Low diacritics: οδηγητήρ Capitals: ΟΔΗΓΗΤΗΡ
Transliteration A: hodēgētḗr Transliteration B: hodēgētēr Transliteration C: odigitir Beta Code: o(dhghth/r

English (LSJ)

ὁδηγητῆρος, ὁ, = ὁδηγός (guide), Epigr.Gr.779 (Chalcedon), Orph.H.41.6.

German (Pape)

[Seite 292] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 203 (App. 283).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδηγητήρ: -ῆρος, = ὁδηγός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 283, Ὀρφ. Ὕμν. 40. 6.

Russian (Dvoretsky)

ὁδηγητήρ: ῆρος ὁ Anth. = ὁδηγός I.

Greek Monolingual

ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, -ῆρος)
αυτός που οδηγεί, οδηγός
/ νεοελλ.
1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης
2. το θηλ. η οδηγήτρια
α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας
β) τεχνολ. ο οδηγός, η ευθυντηρία
γ) αυλάκωση της κάννης του πυροβόλου, εντομή
δ) εκκλ. i) προσωνυμία της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται
ii) τύπος βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό χέρι το θείο βρέφος
iii) ονομασία διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδηγῶ + κατάλ. -της / τρια. Ο τ. ὁδηγητήρ < ὁδηγῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρητήρ)].