ἀγαπητικός: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[afectuoso]], [[cariñoso]] τι ἀγαπητικόν Plu.<i>Sol</i>.7, ἀγαπητικὴ ὡς μήτηρ Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.42, τὸ ἀγαπητικὸν περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13<br /><b class="num">•</b>[[amoroso]], [[caritativo]] [[διδασκαλία]] Clem.Al.<i>Strom</i>.4.18.113, σβέσαι τὴν διάθεσιν τὴν ἀγαπητικήν eliminar la disposición a la caridad | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[afectuoso]], [[cariñoso]] τι ἀγαπητικόν Plu.<i>Sol</i>.7, ἀγαπητικὴ ὡς μήτηρ Clem.Al.<i>Paed</i>.1.6.42, τὸ ἀγαπητικὸν περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13<br /><b class="num">•</b>[[amoroso]], [[caritativo]] [[διδασκαλία]] Clem.Al.<i>Strom</i>.4.18.113, σβέσαι τὴν διάθεσιν τὴν ἀγαπητικήν eliminar la disposición a la caridad Didym.<i>Gen</i>.44.18, αἱ ἀγαπητικαὶ τῶν ῥημάτων ἐμφάσεις Gr.Nyss.<i>Hom. in Cant</i>.31.3, σχέσις Gr.Nyss.<i>Hom. in Cant</i>.21.18.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀγαπητικῶς]] = [[cariñosamente]], [[afectuosamente]] Ph.2.216, Sch.E.<i>Ph</i>.308<br /><b class="num">•</b>[[amorosamente]], [[caritativamente]] τὸν καθηγούμενον ἀγαπητικῶς ἀρίστου βίου Clem.Al.<i>Paed</i>.1.3.9, ἡ θεία ζωή ... ἀγαπητικῶς πρὸς τὸ καλὸν ἐκ φύσεως ἔχει Gr.Nyss.M.46.97A. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:49, 21 October 2024
English (LSJ)
ἀγαπητική, ἀγαπητικόν, affectionate, tender, loving, fond, relating to charity, relating to love, Plu.Sol.7; περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13, etc. Adv. ἀγαπητικῶς = affectionately, lovingly, charitably Ph.2.216, Sch.E.Ph.309.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 afectuoso, cariñoso τι ἀγαπητικόν Plu.Sol.7, ἀγαπητικὴ ὡς μήτηρ Clem.Al.Paed.1.6.42, τὸ ἀγαπητικὸν περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13
•amoroso, caritativo διδασκαλία Clem.Al.Strom.4.18.113, σβέσαι τὴν διάθεσιν τὴν ἀγαπητικήν eliminar la disposición a la caridad Didym.Gen.44.18, αἱ ἀγαπητικαὶ τῶν ῥημάτων ἐμφάσεις Gr.Nyss.Hom. in Cant.31.3, σχέσις Gr.Nyss.Hom. in Cant.21.18.
2 adv. ἀγαπητικῶς = cariñosamente, afectuosamente Ph.2.216, Sch.E.Ph.308
•amorosamente, caritativamente τὸν καθηγούμενον ἀγαπητικῶς ἀρίστου βίου Clem.Al.Paed.1.3.9, ἡ θεία ζωή ... ἀγαπητικῶς πρὸς τὸ καλὸν ἐκ φύσεως ἔχει Gr.Nyss.M.46.97A.
German (Pape)
[Seite 9] Plut. Sol. 7 ἡ ψυχὴ -κόν τι ἐν ἑαυτῇ ἔχει, etwas zur Liebe Geneigtes, u. so Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
affectueux.
Étymologie: ἀγαπητός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰπητικός: склонный к любви, любящий; ἀγαπητικόν τι Plut. некая потребность любить.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαπητικός: -ή, -όν, φιλόστοργος, ἡ ψυχὴ ἀγ. τί ἐν ἑαυτῇ ἔχει, Πλούτ. Σολ. 7, Κλήμ. Ἀλεξ. 123, κτλ. ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 102, κτλ.
Greek Monotonic
ἀγαπητικός: -ή, -όν (ἀγαπάω), φιλόστοργος, γλυκός, τρυφερός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀγαπάω
affectionate, Plut.