νώδυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νώδυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανώδυνος]] («ἐπαοιδαῑς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερητ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδυνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ώδυνος</i>, <i>περι</i>-<i>ώδυνος</i>. Το <i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=[[νώδυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανώδυνος]] («ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερητ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδυνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ώδυνος</i>, <i>περι</i>-<i>ώδυνος</i>. Το <i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:37, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώδῠνος Medium diacritics: νώδυνος Low diacritics: νώδυνος Capitals: ΝΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: nṓdynos Transliteration B: nōdynos Transliteration C: nodynos Beta Code: nw/dunos

English (LSJ)

νώδυνον, (νη-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος (q.v.)
Ipainless, νώδυνον κάματον τιθέναι Pi.N.8.50.
II Act., soothing pain, φύλλον τι ν. S.Ph.44.

German (Pape)

[Seite 272] (νη – ὀδύνη), = ἀνώδυνος, schmerzlos, νώδυνον κάματον θῆκε, Pind. N. 8, 50. – Bei Soph. Phil. 44, ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κατεῖδέ που, ist es trans., schmerzstillend, Schol. παυσώδυνον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise la douleur.
Étymologie: νη-, ὀδύνη.

Russian (Dvoretsky)

νώδῠνος:
1 не ощущающий боли, безболезненный (κάματος Pind.);
2 унимающий боль, болеутоляющий (φύλλον Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νώδῠνος: -ον, (νη-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος, ὃ ἴδε, νώδυνον κάματον τιθέναι Πινδ. Ν. 8. 84. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πραΰνων τὸν πόνον, πραϋντικῶς ἐπενεργῶν, φύλλον τι ν. Σοφ. Φιλ. 44.

English (Slater)

νώδῠνος free from pain ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν pr. (N. 8.50)

Greek Monolingual

νώδυνος, -ον (Α)
1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.)
2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν-ώδυνος, περι-ώδυνος. Το ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

νώδῠνος: -ον (νη-, ὀδύνη
I. = ἀνώδυνος, βλ. αυτ., αυτός που δεν προκαλεί πόνους, σε Πίνδ.
II. Ενεργ., αυτός που μαλακώνει τον πόνο, που επενεργεί καταπραϋντικά, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: feeling no pain (Pi.), alleviating pain (S.).
Derivatives: νωδυνία painlessness (Pi., Theoc.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From priv. n̥- and ὀδύνη; s. on νωδός.

Middle Liddell

νώ-δῠνος, ον, [νη-, ὀδύνη = ἀνώδυνος, q.v.]
I. without pain, Pind.
II. act. soothing pain, anodyne, Soph.

Frisk Etymology German

νώδυνος: {nṓdunos}
Meaning: keinen Schmerz empfindend (Pi.), schmerzstillend (S.)
Derivative: mit νωδυνία Schmerzlosigkeit (Pi., Theok.).
Etymology: Für ἀνώδυνος, aus ν(ε)- und ὀδύνη; s. zu νωδός.
Page 2,330

English (Woodhouse)

relieving pain, soothing pain, stilling pain, stopping pain, staying pain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀνώδυνος). Ἀπό τό νη (ἀρνητικό μόριο) + ὀδύνη, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.