ζητρός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|mltxt=[[ζητρός]], ὁ (Α)<br />ο [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα <i>ζητήρ</i> ([[επίθετο]] του [[Διός]] στην Κύπρο), [[ζήτωρ]], [[ζητρός]] που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. <i>ζᾱ</i>, <i>ζη</i>- ([[πρβλ]]. [[δίζημαι]] «[[επιζητώ]], [[προσπαθώ]], [[επιδιώκω]]»). Το ουσ. [[ζητρός]] σχηματίζεται [[περαιτέρω]] με το επίθ. -<i>τρος</i> ([[πρβλ]]. [[δαιτρός]], [[ιατρός]])]. | |mltxt=[[ζητρός]], ὁ (Α)<br />ο [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα <i>ζητήρ</i> ([[επίθετο]] του [[Διός]] στην Κύπρο), [[ζήτωρ]], [[ζητρός]] που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. <i>ζᾱ</i>, <i>ζη</i>- ([[πρβλ]]. [[δίζημαι]] «[[επιζητώ]], [[προσπαθώ]], [[επιδιώκω]]»). Το ουσ. [[ζητρός]] σχηματίζεται [[περαιτέρω]] με το επίθ. -<i>τρος</i> ([[πρβλ]]. [[δαιτρός]], [[ιατρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | |||
|trtx= |
Revision as of 09:12, 6 November 2023
English (LSJ)
ὁ, executioner, Hsch.
Greek Monolingual
ζητρός, ὁ (Α)
ο δήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο του Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη- (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το επίθ. -τρος (πρβλ. δαιτρός, ιατρός)].
{{trml |trtx=