καταβασμός: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταβασμός]], οῦ, [[attic]] for [[καταβαθμός]].]
|mdlsjtxt=[[καταβασμός]], οῦ, Attic for [[καταβαθμός]].]
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβασμός Medium diacritics: καταβασμός Low diacritics: καταβασμός Capitals: ΚΑΤΑΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: katabasmós Transliteration B: katabasmos Transliteration C: katavasmos Beta Code: katabasmo/s

English (LSJ)

v. καταβαθμός.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, = καταβαθμός, Aesch., s. nom. propr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
la descente, càd la Cataracte (au-dessus d'Éléphantine) en Égypte.
Étymologie: καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβασμός -οῦ, ὁ [καταβαίνω] katarakt (in de Nijl).

Russian (Dvoretsky)

καταβασμός:спуск, склон, покатость (у Aesch. и др. - крутой спуск на границе Египта и Нубии, где образуются нильские пороги - «катаракты»).

Greek (Liddell-Scott)

καταβασμός: ὁ, ἴδε καταβαθμός.

Greek Monolingual

ο
καταβαθμός·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-βι-βασ-μός με συλλαβική ανομοίωση < κατα-βι-βά-ζω].

Greek Monotonic

καταβασμός: ὁ, Αττ. αντί καταβαθμός.

Middle Liddell

καταβασμός, οῦ, Attic for καταβαθμός.]