λιχνεύω: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[λιχνεύω]]) [[λίχνος]]<br />[[επιθυμώ]] να φάω εκλεκτά, ορεκτικά φαγητά, [[λειχουδεύομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιθυμώ]] σφοδρά, [[ορέγομαι]], [[υπερεπιθυμώ]] ( | |mltxt=(AM [[λιχνεύω]]) [[λίχνος]]<br />[[επιθυμώ]] να φάω εκλεκτά, ορεκτικά φαγητά, [[λειχουδεύομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιθυμώ]] σφοδρά, [[ορέγομαι]], [[υπερεπιθυμώ]] («ἀγαπᾶν δ' ἀγεννές καὶ λιχνεύειν τὴν ἀπὸ τοῦ λόγου δόξαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρώω]] [[λαίμαργα]], [[είμαι]] [[λειχούδης]]<br /><b>2.</b> [[λείχω]], [[γλείφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 21:10, 23 October 2024
English (LSJ)
A gormandize, περὶ τὰς πέτρας Luc.Pisc.48, cf. Arr.Epict.2.4.8, Plu.2.713c.
II desire greedily, covet, τὰ δημόσια D.H.8.73; δόξαν Plu. Comp.Dem.Cic.2:—Med., desire eagerly to do, c. inf., Id.2.347a; to be greedy, λ. εἰς ὅρασιν Lib.Descr.30.3: c. gen., σαρκὸς ἀνθρωπείου λ. Sch.Il.Oxy.221 ix 35:—Pass., to be lusted after, Nic.Dam. 1 J. codd. (dub.).
French (Bailly abrégé)
lécher ; fig. être avide de, convoiter, acc.;
Moy. λιχνεύομαι m. sign. ; avec l'inf. : être avide de faire qch.
Étymologie: λίχνος.
German (Pape)
belecken, benaschen, Suid.; λιχνεύων περὶ τὰς πέτρας Luc. Pisc. 48.
Med. lecker, ein Leckermaul sein, auch lüstern nach Etwas sein; Plut. sagt von Thucydides ἐκπληκτικὰ καὶ ταρακτικὰ πάθη τοῖς ἀναγινώσκουσιν ἐνεργάσασθαι λιχνευόμενος, glor. Athen. 3.
Russian (Dvoretsky)
λιχνεύω:
1 лизать, облизывать (περί τι Luc.);
2 слизывать (ὄψον Plut.);
3 страстно желать, стремиться, добиваться (τὴν ἀπὸ τοῦ λόγου δόξαν, med. ἐνεργάσασθαί τινί τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λιχνεύω: (λίχνος) λείχω, λ. περὶ τὰς πέτρας Λουκ. Ἁλ. 48. ΙΙ. λείχω ἐντελῶς, ὄψον Πλούτ. 2. 713C· - μεταφ., λαιμάργως ἐπιθυμῶ, τὰ δημόσια μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διον. Ἁλ.· δόξαν Πλουτ. Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 2· - Μέσ., ἐπιποθῶ, σφοδρῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 347Α· εἶμαι λαίμαργος, λ. εἴς τι Λιβάν. 1069. 11· περί τι Συνέσ. 90Α.
Greek Monolingual
(AM λιχνεύω) λίχνος
επιθυμώ να φάω εκλεκτά, ορεκτικά φαγητά, λειχουδεύομαι
μσν.-αρχ.
μτφ. επιθυμώ σφοδρά, ορέγομαι, υπερεπιθυμώ («ἀγαπᾶν δ' ἀγεννές καὶ λιχνεύειν τὴν ἀπὸ τοῦ λόγου δόξαν», Πλούτ.)
αρχ.
1. τρώω λαίμαργα, είμαι λειχούδης
2. λείχω, γλείφω.
Greek Monotonic
λιχνεύω: (λίχνος)·
I. γλείφω, σε Λουκ.
II. γλείφω εντελώς· μεταφ., επιθυμώ σφόδρα, ποθώ, δόξαν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
λιχνεύω, λίχνος
I. to lick, Luc.
II. to lick up:— metaph. to desire greedily, covet, δόξαν Plut.