σιτοδοτέω: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[σιτοδοτῶ]] :<br />distribuer du blé à, acc. ; <i>Pass.</i> recevoir une distribution de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σιτοδότης]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:36, 16 March 2024
English (LSJ)
A furnish corn, Poll.6.36, Them.Or.23.289b.
II furnish with provisions or victuals, δραπέτας IG5(1).1390.81 (Andania, i B.C.), cf. Them.Or.23.292d:—Pass., to be provisioned, be victualled, Th.4.39, PCair.Zen.620.14 (iii B.C.); esp. at Rome, of the recipients of the corn-dole, ὁ σιτοδοτούμενος ὄχλος or δῆμος, D.C.43.21, 55.10.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide geben, mit Getreide versehen, Poll. 6, 36, ἐσιτοδοτοῦντο, Thuc. 4, 39; σιτοδοτούμενοι = σῖτον ἀπομετρούμενοι, B. A. 302; vgl. σιτομετρέω.
French (Bailly abrégé)
σιτοδοτῶ :
distribuer du blé à, acc. ; Pass. recevoir une distribution de blé.
Étymologie: σιτοδότης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῑτοδοτέω [σιτοδότης] graan verstrekken, provianderen.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοδοτέω: раздавать хлеб или снабжать продовольствием (περὶ εἴκοσιν ἡμέρας ἐσιτοδοτοῦντο Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοδοτέω: παρέχω σῖτον ἢ ζωοτροφίας, ὡς τὸ σιτομετρέω, Πολυδ. Ϛ΄, 36. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ σῖτον ἢ μὲ τροφάς, τινας Θεμίστ. 292D. ― Παθ., λαμβάνω τροφάς, ζωοτροφίας, Θουκ. 4. 39· μάλιστα ἐν Ρώμῃ, ὁ σιτοδοτούμενος ὄχλος ἢ δῆμος Δίων Κ. 43. 21., 55. 10· πρβλ. σιτηρέσιον, σιτοδοσία.
Greek Monotonic
σῑτοδοτέω: μέλ. -ήσω, εφοδιάζω με τρόφιμα, προμήθειες, τροφοδοτώ — Παθ., μου παρέχονται τρόφιμα, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι, τροφοδοτούμαι, σε Θουκ.
Middle Liddell
σῑτοδοτέω, fut. -ήσω
to furnish with provisions:—Pass. to be provisioned or victualled, Thuc. [from σῑτοδότης]