ζωϊκός: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] die Tiere betreffend; ζωϊκὴ [[ἱστορία]], Arist. part. an. 3, 5; auch τὸ ζωϊκόν genannt, Ath. VII, 328 f. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 05:30, 27 October 2023
English (LSJ)
ζωϊκή, ζωϊκόν, (ζῷον)
A of or proper to animals, ἡ ζ. φύσις Arist.PA 645a6, cf. 681b4; ἡ ζ. ἱστορία a history of animals, ib.668b30: περὶ ζωϊκῶν, title of lost work by Aristotle, Ath.7.328f.
2 animal, ψυχή, σῶμα, Porph.Gaur.1.2, 13.4; ζ. ἄνθρωπος Dam.Pr.200.
German (Pape)
[Seite 1142] die Tiere betreffend; ζωϊκὴ ἱστορία, Arist. part. an. 3, 5; auch τὸ ζωϊκόν genannt, Ath. VII, 328 f.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (AM ζωικός, -ή, -όν) ζώον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώα («ζωικό βασίλειο»)
νεοελλ.
1. αυτός που προέρχεται ή παράγεται από τα ζώα
2. φρ. α) «ζωικός άνθρακας» — ο άνθρακας που λαμβάνεται από τα οστά τών ζώων
β) «ζωική κόλλα» — κολλητική ουσία που εξάγεται από το δέρμα, τους τένοντες ή τα οστά τών ζώων
γ) «ζωικό λίπος» — το λίπος που λαμβάνεται από τα ζώα, σε αντιδιαστολή προς το φυτικό λίπος
αρχ.
1. αυτός που πραγματεύεται περί ζώων
2. φρ. «Περὶ ζωϊκῶν» — τίτλος χαμένου έργου του Αριστοτέλη.
(II)
-ή, -ό (AM ζωϊκός, -ή, -όν) ζωή
αυτός που ενέχει ζωή, αυτός που ανήκει στον λεγόμενο ενόργανο ή οργανικό κόσμο, έμβιος, ζωτικός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τις ιδιότητες, τις εκδηλώσεις της ζωής, ζωντανός (α. «ζωϊκή ψυχή», Πορφ.
β. «ζωϊκὸν σῶμα», Πορφ.).
Russian (Dvoretsky)
ζωϊκός:
1 относящийся к животным, животный (φύσις Arst.);
2 посвященный животным (ἱστορία Arst.).