ἡδυεπής: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=idyepis | |Transliteration C=idyepis | ||
|Beta Code=h(dueph/s | |Beta Code=h(dueph/s | ||
|Definition=Dor. [[ἁδυεπής]], ές, [[sweet-speaking]], Il.1.248; Ὅμηρος Pi.''N.''7.21, cf. ''AP''9.525.8, etc.; [[sweet-sounding]], λύρα Pi.''O.''10(11).93; ὕμνος Id.''N.''1.4: voc., ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι S.''OT''151: ''poet.''fem. pl., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Hes.''Th.''965, 1021:sg., ἡδυέπεια σῦριγξ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 10.390. | |Definition=Dor. [[ἁδυεπής]], ές, [[sweet-speaking]], Il.1.248; Ὅμηρος Pi.''N.''7.21, cf. ''AP''9.525.8, etc.; [[sweet-sounding]], λύρα Pi.''O.''10(11).93; ὕμνος Id.''N.''1.4: voc., ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''151: ''poet.''fem. pl., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Hes.''Th.''965, 1021:sg., ἡδυέπεια σῦριγξ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 10.390. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:20, 18 September 2023
English (LSJ)
Dor. ἁδυεπής, ές, sweet-speaking, Il.1.248; Ὅμηρος Pi.N.7.21, cf. AP9.525.8, etc.; sweet-sounding, λύρα Pi.O.10(11).93; ὕμνος Id.N.1.4: voc., ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι S.OT151: poet.fem. pl., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Hes.Th.965, 1021:sg., ἡδυέπεια σῦριγξ Nonn. D. 10.390.
German (Pape)
[Seite 1153] ές, süß, angenehm redend; Νέστωρ Il. 1, 248; ἁδυεπὴς λύρα Pind. Ol. 11, 97; ὑμνος N. 1, 4; Ὅμηρος 7, 21; Apollo, Anth. (IX, 525).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au doux parler, au doux langage.
Étymologie: ἡδύς, ἔπος.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠεπής: дор. ἁδυεπής 2
1 сладкоречивый (Νέστωρ Hom.);
2 сладостный, сладкозвучный (φάτις Διός Soph.; λύρα, ὕμνος Pind.; Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυεπής: Δωρ. ἁδυ-, ές, ἡδέως ὁμιλῶν, Ἰλ. Α. 248, Πίνδ. Ν. 7. 31, Ἀνθ. Π. 9. 525, κτλ.· ἡδέως ἠχῶν, λύρα Πινδ. Ο. 10 (11). 114· ὕμνος ὁ αὐτ. Ν. 1. 4· κλητ. ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι Σοφ. Ο. Τ. 151·- ποιητ. θηλ. πληθ., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Ἡσ. Θ. 965, 1020.
English (Autenrieth)
(ϝέπος): sweet-speaking, Il. 1.248†.
Greek Monotonic
ἡδυεπής: (ἔπος), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. ἡδυέπεια, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἔπος
sweet-speaking, Il., etc.: sweet-sounding, Pind.:—poet. fem. ἡδυέπεια, Hes.