συλλοχίζω: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] mit Andern in λόχους | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] mit Andern in λόχους verteilen, [[δύναμις]] συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας, Plut. Rom. 8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:30, 10 April 2024
English (LSJ)
A embody or incorporate soldiers, εἰς ἓν τάγμα Plu.Galb. 15 (cj. for -ήσας); εἰς ἑκατοστύας Id.Rom.8, cf. App.BC5.3; κατὰ φῦλα Plu.2.761b; cf. συλλοχάω.
II arrange λόχοι in order (cf. συλλοχισμός), Ael.Tact.3.2,4, Arr.Tact.5.2.
German (Pape)
[Seite 976] mit Andern in λόχους verteilen, δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας, Plut. Rom. 8.
French (Bailly abrégé)
1 réunir par compagnies en un groupe;
2 distribuer ou répartir par compagnies.
Étymologie: σύν, λόχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλλοχίζω [σύν, λόχος] onderbrengen in (legerafdelingen), met εἰς + acc.
Russian (Dvoretsky)
συλλοχίζω: (о солдатах или войсковых подразделениях)
1 сводить, соединять (εἰς ἓν τάγμα Plut.);
2 разбивать, распределять (τὴν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.);
3 выстраивать (τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.).
Greek Monolingual
Α
1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.)
2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.)
3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοχίζω (< λόχος)].
Greek Monotonic
συλλοχίζω: μέλ. -σω, ενώνω τους στρατιώτες σε σώματα, τους συνενώνω σε στρατιωτικές μονάδες, λόχους, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συλλοχίζω: συγχωνεύω εἰς λόχους, συνενώνω, εἰς ἓν τάγμα Πλουτ. Γάλβ. 15· εἰς ἑκατοστύας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 8, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 3· κατὰ φῦλα Πλούτ. 2. 761Β· ― ἴδε συλλοχάω.
Middle Liddell
fut. σω
to incorporate soldiers, Plut.