παρατριβή: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΝΑ [[παρατρίβω]]<br />[[τριβή]] ενός πράγματος με [[άλλο]], [[τριβή]] πραγμάτων [[μεταξύ]] τους («ἐκ παρατριβῆς ξύλων [[εὗρον]] πῡρ», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριβή]] δύο σωμάτων, [[συνουσία]], [[συνεύρεση]] («ἐκ παρατριβῆς καὶ σπέρματος ἀνδρός», Επιφ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προστριβή]], [[σύγκρουση]], [[φιλονικία]], [[λογομαχία]] («ἐν ύποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ | |mltxt=ἡ, ΝΑ [[παρατρίβω]]<br />[[τριβή]] ενός πράγματος με [[άλλο]], [[τριβή]] πραγμάτων [[μεταξύ]] τους («ἐκ παρατριβῆς ξύλων [[εὗρον]] πῡρ», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριβή]] δύο σωμάτων, [[συνουσία]], [[συνεύρεση]] («ἐκ παρατριβῆς καὶ σπέρματος ἀνδρός», Επιφ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προστριβή]], [[σύγκρουση]], [[φιλονικία]], [[λογομαχία]] («ἐν ύποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ παρατριβαῖς», Πολύβ.)<br /><b>3.</b> [[παράπλευρος]] [[δρόμος]], [[πάροδος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡ,
A rubbing against one another, ξύλων Ph.Bybl.2.
2 metaph., friction, ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ παρατριβαῖς Plb.2.36.5; αἱ ἐν ἀλλήλοις π. καὶ φιλοτιμίαι Ath.14.626e.
3 by-path, Max.Tyr.39.3.
German (Pape)
[Seite 504] ἡ, das Nebeneinanderreiben, Sp.; auch übertr., Reibung, Streitigkeit, Verfeindung, Pol. 2, 36, 5 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
frottement ; collision.
Étymologie: παρατρίβω.
Russian (Dvoretsky)
παρατρῐβή: ἡ досл. трение, перен. столкновение, вражда (ὑποψίαι καὶ παρατριβαί Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
παρατρῐβή: ἡ, πρὸς ἄλληλα τριβή, ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῦρ Σαγχωνιάθων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 34D· κατ’ εὐφημισμὸν συνουσία, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 125D. 2) μεταφορ., σύγκρουσιν, Πολύβ. 2. 36, 5· αἱ ἐν ἀλλήλοις π. Ἀθήν. 626Ε πρβλ. διαπαρατριβή.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ παρατρίβω
τριβή ενός πράγματος με άλλο, τριβή πραγμάτων μεταξύ τους («ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῡρ», Φίλ.)
αρχ.
1. τριβή δύο σωμάτων, συνουσία, συνεύρεση («ἐκ παρατριβῆς καὶ σπέρματος ἀνδρός», Επιφ.)
2. μτφ. προστριβή, σύγκρουση, φιλονικία, λογομαχία («ἐν ύποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ παρατριβαῖς», Πολύβ.)
3. παράπλευρος δρόμος, πάροδος.