ἔνρυθμος: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enrythmos | |Transliteration C=enrythmos | ||
|Beta Code=e)/nruqmos | |Beta Code=e)/nruqmos | ||
|Definition=ἔνρυθμον, [[of rhythm]], αἴσθησις Pl.''Lg.''654a; [[possessing rhythm]] (opp. [[εὔρυθμος]]), [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''11; διάλεκτος Ephor.6 J.; opp. [[ἔκρυθμος]], S.E.''M.''11.186. Adv. [[ἐνρύθμως]] Ath.5.179f, 14.631b (prob.). | |Definition=ἔνρυθμον, [[of rhythm]], αἴσθησις Pl.''Lg.''654a; [[possessing rhythm]] (opp. [[εὔρυθμος]]), [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''11; [[διάλεκτος]] Ephor.6 J.; opp. [[ἔκρυθμος]], S.E.''M.''11.186. Adv. [[ἐνρύθμως]] = [[with rhythm]], [[rhythmically]] Ath.5.179f, 14.631b (prob.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:14, 31 January 2024
English (LSJ)
ἔνρυθμον, of rhythm, αἴσθησις Pl.Lg.654a; possessing rhythm (opp. εὔρυθμος), D.H.Comp.11; διάλεκτος Ephor.6 J.; opp. ἔκρυθμος, S.E.M.11.186. Adv. ἐνρύθμως = with rhythm, rhythmically Ath.5.179f, 14.631b (prob.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἔρρυθμος Aristox.Rhyth.33, D.H.Dem.50.8, Ptol.Harm.67.1, Aristid.Quint.32.30, Olymp.in Alc.78
mús.
1 conforme al ritmo, rítmico ἡ ἔ. τε καὶ ἐναρμόνιος αἴσθησις Pl.Lg.654a, οὐδὲν γὰρ αὐτῶν μέτρον ἐστὶ κοινὸν ἔνρυθμον Aristox.Rhyth.21, cf. 33, διάλεκτος Ephor.6, ποίημα ... λέξις ἔμμετρος ἢ ἔ. Posidon.44, cf. D.H.l.c., τοὺς ἐμμελεῖς καὶ ἐνρύθμους λόγους Phld.Mus.4.26.22, ἡ ... τῶν μορίων συμμετρία ... εὔρυθμος, ἀλλ' οὐκ ἔνρυθμος la regularidad métrica de las palabras es eurítmica, pero no rítmica D.H.Comp.11.25, ἔ. κίνησις movimiento rítmico de los curetes, D.H.7.72.7, cf. Plu.2.623b, (χρόνοι) ἔρρυθμοι op. ἄρρυθμος y ῥυθμοειδής Aristid.Quint.l.c., ἔ. τραγῳδία tragedia rítmica o bailada como n. del género pantomímico IHeracl.Pont.9.15 (II/III d.C.), tb. llamado τραγικὴ ἔνρυθμος κίνησις FD 1.551.1 (II d.C.), TAM 5.1016.12 (Tiatira II d.C.)
•neutr. subst. τὸ ἔρρυθμον Ptol.l.c., Olymp.l.c., μουσικὴ ... ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων ἐπιστήμη S.E.M.11.186.
2 adv. ἐνρύθμως, ἐρρύθμως = rítmicamente κινοῦντες ἐ. τοὺς πόδας Ath.631b, cf. 179f, Aristid.Quint.89.26, Procl.in Cra.p.102, Olymp.in Alc.75.
German (Pape)
[Seite 851] in, nach dem Rhythmus od. Takt, taktmäßig; καὶ ἐναρμόνιος αἴσθησις Plat. Legg. II, 654 a; Sp.; öfter mit der v.l. εὔρυθμος, von dem es D. Hal. C. V. p. 136 unterscheidet, wo Schäfer zu vgl. Bei Ath. V, 179 f ἐῤῥύθμως.
Russian (Dvoretsky)
ἔνρυθμος: ритмический, равномерный, мерный, размеренный (ἔ. τε καὶ ἐναρμόνιος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνρυθμος: -ον, ὁ ἐν ῥυθμῷ, ὁ ἔχων χρονικὸν ῥυθμόν, Πλάτ. Νόμ. 654Α˙ ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ἐκφωνήσεως τῶν λέξεων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, περὶ τὸ τέλ.˙ ἀλλαχοῦ ἔρρυθμος. - Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 179F, 631B.
Greek Monolingual
και έρρυθμος, -η, -ο (AM ἔνρυθμος, -ον) ρυθμός
αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε αντίθεση προς το άρρυθμος)
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό.