λιγύφθογγος: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ligyfthoggos | |Transliteration C=ligyfthoggos | ||
|Beta Code=ligu/fqoggos | |Beta Code=ligu/fqoggos | ||
|Definition=λιγύφθογγον, [[clear-voiced]], in Hom. always [[epithet]] of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.''Av.''1380; ὄρνιθες B.5.23; [[μέλισσα]] (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.''H.''5.620. | |Definition=λιγύφθογγον, [[clear-voiced]], in Hom. always [[epithet]] of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1380; ὄρνιθες B.5.23; [[μέλισσα]] (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.''H.''5.620. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:55, 21 September 2023
English (LSJ)
λιγύφθογγον, clear-voiced, in Hom. always epithet of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.Av.1380; ὄρνιθες B.5.23; μέλισσα (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.H.5.620.
German (Pape)
[Seite 44] hell, laut tönend, rufend, bei Hom. stets Beiwort der Herolde, z. B. Il. 2, 442; αὐλίσκοι, Theogn. 241; πτέρυγες, der Heuschrecken, Mnasale. 10 (VII, 192).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix claire ou au bruit sonore.
Étymologie: λιγύς, φθέγγω.
Russian (Dvoretsky)
λῐγύφθογγος:
1 звонкоголосый (ἀηδών Arph.);
2 громогласный, с зычным голосом (κήρυκες Hom.);
3 звонкий, т. е. стрекочущий (πτέρυγες, sc. ἀκρίδος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύφθογγος: -ον, ἔχων λιγυράν, καθαρὰν καὶ διαπεραστικὴν φωνήν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κηρύκων, Ἰλ. Β. 442, κ. ἀλλ., Ὀδ. Β. 6, κτλ.· αὐλίσκοι Θέογν. 241· ἀηδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1381, Βακχυλ. 9. 10., 5. 23 (ἔκδ. Blass).
English (Autenrieth)
loud-voiced, clearvoiced.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιγύφθογγος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.
β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος.
Greek Monotonic
λῐγύφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική φωνή, λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λῐγύ-φθογγος, ον φθογγή
clear-voiced, of heralds, Hom.; of the nightingale, Ar.