κλιμακοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klimakoforos
|Transliteration C=klimakoforos
|Beta Code=klimakofo/ros
|Beta Code=klimakofo/ros
|Definition=κλιμακοφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[bearing a ladder]], Plb.10.12.1, D.S.18.33, App.''Mith.''26.<br><span class="bld">2</span> [[bearing on a bier]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (κλιματ-cod.).
|Definition=κλιμακοφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[bearing a ladder]], Plb.10.12.1, [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.33, App.''Mith.''26.<br><span class="bld">2</span> [[bearing on a bier]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (κλιματ-cod.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμᾰκοφόρος Medium diacritics: κλιμακοφόρος Low diacritics: κλιμακοφόρος Capitals: ΚΛΙΜΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: klimakophóros Transliteration B: klimakophoros Transliteration C: klimakoforos Beta Code: klimakofo/ros

English (LSJ)

κλιμακοφόρον,
A bearing a ladder, Plb.10.12.1, D.S.18.33, App.Mith.26.
2 bearing on a bier, Hsch. (κλιματ-cod.).

German (Pape)

[Seite 1453] eine Leiter (Sturmleiter) tragend; Pol. 10, 12, 1; D. Sic. 18, 33; App. Hithr. 26. Vgl. auch κλιμακηφόρος.

Russian (Dvoretsky)

κλῑμᾰκοφόρος: несущий лестницы Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκοφόρος: -ον, φέρων κλίμακα, Πολύβ. 10. 12, 1, Διόδ. 18. 33, κτλ. 2) ὁ ἐπὶ κλιμακίου φέρων νεκρόν, ἐν τῷ τύπῳ κλιμακηφόρος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, -ον)
αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι' ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῖσθαι», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» — το κλιμακοστάσιο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος
ὁ ἐπὶ κλιμακίου (= φερέτρου) τιθεὶς τὸν νεκρόν» — αυτός που μεταφέρει τον νεκρό τοποθετημένον στο φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + (η)φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθοφόρος, στεφανηφόρος.