ἰκρίωμα: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἰκρίωμα]]) [[ικριώ]]<br />προσωρινό [[κατασκεύασμα]] από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια [[οικοδομή]], η [[σκαλωσιά]]<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]], [[εξέδρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξέδρα]] για την [[εκτέλεση]] καταδίκου με [[καρατόμηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἰκριώματα</i><br />τα στηρίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />ξύλινο [[κατασκεύασμα]] σε [[σχήμα]] εξέδρας. | |mltxt=το (ΑΜ [[ἰκρίωμα]]) [[ικριώ]]<br />προσωρινό [[κατασκεύασμα]] από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια [[οικοδομή]], η [[σκαλωσιά]]<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]], [[εξέδρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξέδρα]] για την [[εκτέλεση]] καταδίκου με [[καρατόμηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἰκριώματα</i><br />τα στηρίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />ξύλινο [[κατασκεύασμα]] σε [[σχήμα]] εξέδρας. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[scaffold]]=== | |||
Albanian: skelë; Arabic: سِقَالَة, إِسْقَالَة; Azerbaijani: taxtabənd; Belarusian: будаўні́чыя лясы, рыштаванне; Bulgarian: скеле; Catalan: bastida; Cherokee: ᏗᏓᏛᏗ; Chinese Mandarin: 腳手架/脚手架; Czech: lešení; Danish: stillads; Dutch: [[stelling]]; Finnish: telineet; French: [[échafaudage]], [[échafaud]]; Galician: estada, andavía, andamio, bailéo, taboado; Georgian: ხარაჩო; German: [[Gerüst]], [[Baugerüst]]; Greek: [[σκαλωσιά]]; Ancient Greek: [[βάθρον]], [[ἐσχαρεῖον]], [[ἰκρίωμα]], [[ἱμασσία]], [[πῆγμα]], [[σανίς]]; Hungarian: állványzat; Icelandic: vinnupallur, stillans, reisipallur; Ido: eshafodo; Indonesian: perancah; Irish: scafall; Italian: [[impalcatura]], [[ponteggio]]; Japanese: 足場; Korean: 비계(飛階); Latin: [[pegma]]; Macedonian: скеле; Manx: scammalt; Maori: rangitupu, pouwhata; Norwegian Bokmål: stillas; Persian: داربست; Plautdietsch: Steilozh; Polish: rusztowanie; Portuguese: [[andaime]]; Romanian: schelărie; Russian: [[леса]], [[подмостки]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ске̏ла; Roman: skȅla; Slovak: lešenie; Slovene: oder; Spanish: [[andamio]]; Swedish: byggnadsställning; Tagalog: palapala; Turkish: iskele; Ukrainian: риштування; Welsh: sgaffald; Yiddish: רישטעוואַניע | |||
}} | }} |
Revision as of 00:02, 24 January 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A scaffold, IG12.374.67 (ἱκ-), Hsch. s.v. κατῆλιψ.
II in plural, = ἀντήριδες, Eust.903.54.
German (Pape)
[Seite 1249] τό, das Gerüst, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκρίωμα: τό, κατασκεύασμα ἐκ ξύλων, εἶδος «σκαλωσιᾶς», «τὰ λεγόμενα ἰκριώματα, ἃ ἔξωθεν ἐπ’ ἀσφαλείᾳ τείχους πρῶτα τίθενται» Εὐστ. 903. 54, Ἡσύχ. ἐν λ. κατῆλιψ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἰκρίωμα) ικριώ
προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά
2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα
νεοελλ.
εξέδρα για την εκτέλεση καταδίκου με καρατόμηση
μσν.
στον πληθ. τὰ ἰκριώματα
τα στηρίγματα
αρχ.
ξύλινο κατασκεύασμα σε σχήμα εξέδρας.
Translations
scaffold
Albanian: skelë; Arabic: سِقَالَة, إِسْقَالَة; Azerbaijani: taxtabənd; Belarusian: будаўні́чыя лясы, рыштаванне; Bulgarian: скеле; Catalan: bastida; Cherokee: ᏗᏓᏛᏗ; Chinese Mandarin: 腳手架/脚手架; Czech: lešení; Danish: stillads; Dutch: stelling; Finnish: telineet; French: échafaudage, échafaud; Galician: estada, andavía, andamio, bailéo, taboado; Georgian: ხარაჩო; German: Gerüst, Baugerüst; Greek: σκαλωσιά; Ancient Greek: βάθρον, ἐσχαρεῖον, ἰκρίωμα, ἱμασσία, πῆγμα, σανίς; Hungarian: állványzat; Icelandic: vinnupallur, stillans, reisipallur; Ido: eshafodo; Indonesian: perancah; Irish: scafall; Italian: impalcatura, ponteggio; Japanese: 足場; Korean: 비계(飛階); Latin: pegma; Macedonian: скеле; Manx: scammalt; Maori: rangitupu, pouwhata; Norwegian Bokmål: stillas; Persian: داربست; Plautdietsch: Steilozh; Polish: rusztowanie; Portuguese: andaime; Romanian: schelărie; Russian: леса, подмостки; Serbo-Croatian Cyrillic: ске̏ла; Roman: skȅla; Slovak: lešenie; Slovene: oder; Spanish: andamio; Swedish: byggnadsställning; Tagalog: palapala; Turkish: iskele; Ukrainian: риштування; Welsh: sgaffald; Yiddish: רישטעוואַניע