κατόνομαι: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katonomai | |Transliteration C=katonomai | ||
|Beta Code=kato/nomai | |Beta Code=kato/nomai | ||
|Definition=[[censure bitterly]], [[depreciate]], [[abuse]], c.acc., Hdt.2.172: aor., <b class="b3">μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς… πυραμίδας</b> ib.136. | |Definition=[[censure bitterly]], [[depreciate]], [[abuse]], c.acc., [[Herodotus|Hdt.]]2.172: aor., <b class="b3">μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς… πυραμίδας</b> ib.136. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
censure bitterly, depreciate, abuse, c.acc., Hdt.2.172: aor., μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς… πυραμίδας ib.136.
German (Pape)
[Seite 1404] (s. ὄνομαι), tadeln, geringschätzen; κατόνοντο τὸν Ἄμασιν, καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἦγον Her. 2, 172; μή με κατονοθῇς, verachte mich nicht, 2, 136; τῶν μηδὲν κατόνοσσο Arat. 1142.
French (Bailly abrégé)
-οσαι, -οται;
impf. ion. sans augm. κατονόμην;
blâmer vivement, rabaisser, acc..
Étymologie: κατά, ὄνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-όνομαι, conj. aor. pass. 2 sing. κατονοσθῇς, minachten.
Russian (Dvoretsky)
κατόνομαι: (ион. impf. κατονόμην) презирать (τινα Her.): μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας Her. не ставь меня ниже каменных пирамид (надпись на кирпичной пирамиде царя Асиха).
Greek Monolingual
κατόνομαι (Α)
επιτιμώ κάποιον, καταφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄνομαι «κατηγορώ, ειρωνεύομαι»].
Greek Monotonic
κατόνομαι: αόρ. αʹ κατ-ωνόσθην, αποθ.· υποτιμώ, καταμέμφομαι, καταφρονώ, επικρίνω δηκτικά, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατόνομαι: ἀποθ., πικρῶς ψέγω, ὑποτιμῶ, καταμέμφομαι, καταφρονῶ, Ἡρόδ. 2. 172· ἢ μετὰ γεν., τῶν μηδὲν κατ. Ἄρατ. 1142· ἀόρ., μή με κατονασθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας (λέγουσι δηλ. αἱ πλίνθιναι πυρ.), μὴ ἐξευτελίσῃς ἡμᾶς παραβάλλων πρὸς τὰς λιθίνας πυρ., αὐτόθι 136.
Middle Liddell
aor1 κατ-ωνόσθην
Dep. to censure bitterly, depreciate, abuse, Hdt.