μνησιπήμων: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnisipimon
|Transliteration C=mnisipimon
|Beta Code=mnhsiph/mwn
|Beta Code=mnhsiph/mwn
|Definition=μνησιπήμον, gen. ονος, [[reminding of misery]]: μνησιπήμων [[πόνος]] = the [[painful]] [[memory]] of [[woe]], A.''Ag.''180 (lyr.).
|Definition=μνησιπήμον, gen. ονος, [[reminding of misery]]: μνησιπήμων [[πόνος]] = the [[painful]] [[memory]] of [[woe]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''180 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 21:57, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνησῐπήμων Medium diacritics: μνησιπήμων Low diacritics: μνησιπήμων Capitals: ΜΝΗΣΙΠΗΜΩΝ
Transliteration A: mnēsipḗmōn Transliteration B: mnēsipēmōn Transliteration C: mnisipimon Beta Code: mnhsiph/mwn

English (LSJ)

μνησιπήμον, gen. ονος, reminding of misery: μνησιπήμων πόνος = the painful memory of woe, A.Ag.180 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 195] ον, an das Unglück gedenkend, πόνος, Aesch. Ag. 173, oder aus der Erinnerung an das Leid entstehend.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui se souvient du mal qu'il a fait : μνησιπήμων πόνος ESCHL le remords.
Étymologie: μνάομαι, πῆμα.

Russian (Dvoretsky)

μνησῐπήμων: 2, gen. ονος помнящий беду: μνησιπήμων πόνος Aesch. мучительное воспоминание о несчастье.

Greek (Liddell-Scott)

μνησῐπήμων: -ον, γεν. -ονος, ὁ ὑπομιμνήσκων τινὰ τὰ παθήματα, τὴν δυστυχίαν· μν. πόνος, ἡ ἀλγεινὴ ἐνθύμησις τῶν δυστυχιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 180.

Greek Monolingual

μνησιπήμων, -ον (Α)
αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι-μνή-σκω) + -πήμων (< πῆμα «πάθημα»), πρβλ. καινοπήμων.

Greek Monotonic

μνησῐπήμων: -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, μνησιπήμων πόνος, οδυνηρή ανάμνηση της δυστυχίας, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μνησῐ-πήμων, ον,
reminding of misery, μν. πόνος the painful memory of woe, Aesch.