συνεπανορθόω: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[συνεπανορθῶ]] :<br /><i>ao.</i> συνεπηνώρθωσα;<br />[[aider à restaurer]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπανορθόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 21:47, 19 March 2024
English (LSJ)
aor. συνεπηνώρθωσα (cf. ἀνορθόω) D.10.34:—join in re-establishing, l.c., Plb.30.20.4.
French (Bailly abrégé)
συνεπανορθῶ :
ao. συνεπηνώρθωσα;
aider à restaurer.
Étymologie: σύν, ἐπανορθόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επανορθόω helpen weer in orde te brengen.
Russian (Dvoretsky)
συνεπανορθόω: (aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τὴν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.).
Greek Monotonic
συνεπανορθόω: αόρ. αʹ συνεπηνώρθωσα (βλ. ἀνορθόω), συμβάλλω στην αποκατάσταση, την επανόρθωση, παλινορθώνω, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπανορθόω: ἀόρ. συνεπηνώρθωσα (ἴδε ἀνορθόω) Δημ. 140. 14 ― ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἄλλου ἐπανορθώνω, διορθώνω, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολύβ. 30. 18, 4.
Middle Liddell
aor1 συνεπηνώρθωσα [v. ἀνορθόω
to join in reestablishing, Dem.