σύμπλεος: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύμ-πλεος, αττιξ -πλεωσος, η, ον<br />[[quite]] [[full]], Xen.
|mdlsjtxt=σύμ-πλεος, ''Att.'' -πλεωσος, η, ον<br />[[quite]] [[full]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 18:41, 7 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεος Medium diacritics: σύμπλεος Low diacritics: σύμπλεος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΟΣ
Transliteration A: sýmpleos Transliteration B: sympleos Transliteration C: sympleos Beta Code: su/mpleos

English (LSJ)

a, ον, quite full, τινος of a thing, Hp.Flat.3 cod.M; Att. σύμπλεως X.An.1.2.22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout plein de, gén..
Étymologie: σύν, πλέος.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεος: -α, -ον, ὅλως πλήρης, τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως).

Greek Monolingual

-έα, -ον και αττ. τ. σύμπλεως, -ων, Α
ο εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. περίπλεος / -ως].

Greek Monotonic

σύμπλεος: Αττ. -πλεως, , -ον, εντελώς γεμάτος, πλήρης, σε Ξεν.

Middle Liddell

σύμ-πλεος, Att. -πλεωσος, η, ον
quite full, Xen.