βρομώδης: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βρομώδης]], -ες (AM) [[βρόμος]] (II)]<br />αυτός που μυρίζει άσχημα. | |mltxt=[[βρομώδης]], -ες (AM) [[βρόμος]] (II)]<br />αυτός που μυρίζει άσχημα. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[foul-smelling]]=== | |||
Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande | |||
}} | }} |
Revision as of 16:17, 22 February 2024
English (LSJ)
freq. f.l. for βρωμώδης (q.v.), Ath.3.88a, Plu.2.792b, etc.
Spanish (DGE)
v. βρωμώδης.
German (Pape)
[Seite 464] schlechtere Form für βρωμώδης.
Greek Monolingual
βρομώδης, -ες (AM) βρόμος (II)]
αυτός που μυρίζει άσχημα.
Translations
foul-smelling
Danish: ildelugtende; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βρομῶδες, βρομώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande