πραϋπαθής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "müthig" to "mütig") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0696.png Seite 696]] ές, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0696.png Seite 696]] ές, sanftmütig, Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 05:40, 14 November 2023
English (LSJ)
πραϋπαθές, mild-tempered, Id.2.351, prob. ib.595 (v.l. πραοπαθής).
German (Pape)
[Seite 696] ές, sanftmütig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱϋπᾰθής: -ές, ὁ ἔχων πραεῖαν διάθεσιν, χαρακτῆρα πρᾶον, Βασιλ. τ. 1, σ. 216Β (= 145C), καὶ πιθ. γραφ. παρὰ Φίλωνι 2. 595· ― Ῥῆμ., παθέω, ὁ αὐτ. 1. 547· οὐσιαστ. πάθεια, ἡ, ὁ αὐτ. 2. 31.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει ήπιο χαρακτήρα, πράος, ήμερος.
επίρρ...
πραϋπαθῶς
κατά τρόπο πραϋπαθή, ήπια, ήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. ομοιοπαθής].